Anonymous

μιμέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑμέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀόρ. ἐμιμησάμην (πρβλ. Ι. ἐν τέλ.): πρκμ. μεμίμημαι ([[αὐτόθι]])· ἀποθετ.· (ἴδε ἐν τέλει). Μιμοῦμαι, [[παριστάνω]], [[εἰκονίζω]], τι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 163, Πινδ. Π. 12. 36, Αἰσχύλ. Χο. 564· τινα Θέογν. 370, Ἡρόδ. 4. 166, Εὐρ. Ἠλ. 1037, κτλ.· μ. τινά τι, τινὰ εἴς τι, Ἡρόδ. 5. 67, πρβλ. μιμητέον· τινὰ κατά τι ὁ αὐτ. 2. 104, Πλάτ. Πολ. 393C· μ. τινὰ ἐπὶ τὰ αἰσχίονα, ἐπὶ τὰ γελοιότερα, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ παραστήσω αὐτὸν χειρότερον, γελοιότερον, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 293Ε, ἐν Φιλήβ. 40C· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., μιμήσεις πονηρὰς μ. τινα, μιμεῖσθαί τινα εἰς ὅ,τι δύναται νὰ βλάψῃ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 705C, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1430, Πλ. 360· ― μετοχ. πρκμ. μεμιμημένος, ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., στύλοισι φοίνικας μεμιμημένοισι, κατ’ ἀπομίμησιν τῶν φοινίκων, Ἡρόδ. 2. 169, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 414Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 10, 1· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ., [[γίνομαι]], κατασκευάζομαι ἐντελῶς [[ὅμοιος]], ζωγραφοῦμαι, γραφῇ Ἡρόδ. 2. 78, 86, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 23· ― ὁ [[Πλάτων]] [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζεται τὴν μετοχ. τοῦ ἐνεστ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Πολ. 604Ε· οὕτω, μετοχ. μέλλ. μιμηθησόμενον [[αὐτόθι]] 599Α: ἀόρ. μιμηθὲν Νόμ. 668Β. ΙΙ. ἐπὶ τῶν μιμητικῶν τεχνῶν, [[παριστάνω]], [[ἐκφράζω]] διὰ μιμήσεως, ἐπὶ ὑποκριτοῦ ἐν δράματι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 605D, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 291· ἐπὶ ζωγραφικῆς καὶ μουσικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 306D· ἐπὶ ὀρχήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 812C· ἐπὶ γλυπτικῆς καὶ ποιήσεως, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 3, Ποιητ. 2, κἑξ.· ― ἐπὶ τῶν μίμων, [[παριστάνω]], ὑποκρίνομαι, τι Ξεν. Συμπ. 2, 21. ― Οὔτε αἱ λέξεις [[μῖμος]], [[μιμέομαι]], [[οὔτε]] παράγωγόν τι αὐτῶν ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἰλ. ἢ τῇ Ὀδ. Οἱ Τραγικοὶ μεταχειρίζονται μόνον ἐνεστ. καὶ μέλλ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὴν λέξιν μῖμος πρὸς τὸ Σανσκρ. mâ-yâ ([[φάντασμα]], [[γοητεία]]): τὰ Λατ. imitari, imago παράγονται πιθαν. ἐκ τῆς √ΙΜ = SIM, sim-ilis). [ῑ [[μέχρι]] Γρηγ. τοῦ Ναζ., ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1308].
|lstext='''μῑμέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀόρ. ἐμιμησάμην (πρβλ. Ι. ἐν τέλ.): πρκμ. μεμίμημαι ([[αὐτόθι]])· ἀποθετ.· (ἴδε ἐν τέλει). Μιμοῦμαι, [[παριστάνω]], [[εἰκονίζω]], τι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 163, Πινδ. Π. 12. 36, Αἰσχύλ. Χο. 564· τινα Θέογν. 370, Ἡρόδ. 4. 166, Εὐρ. Ἠλ. 1037, κτλ.· μ. τινά τι, τινὰ εἴς τι, Ἡρόδ. 5. 67, πρβλ. μιμητέον· τινὰ κατά τι ὁ αὐτ. 2. 104, Πλάτ. Πολ. 393C· μ. τινὰ ἐπὶ τὰ αἰσχίονα, ἐπὶ τὰ γελοιότερα, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ παραστήσω αὐτὸν χειρότερον, γελοιότερον, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 293Ε, ἐν Φιλήβ. 40C· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., μιμήσεις πονηρὰς μ. τινα, μιμεῖσθαί τινα εἰς ὅ,τι δύναται νὰ βλάψῃ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 705C, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1430, Πλ. 360· ― μετοχ. πρκμ. μεμιμημένος, ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., στύλοισι φοίνικας μεμιμημένοισι, κατ’ ἀπομίμησιν τῶν φοινίκων, Ἡρόδ. 2. 169, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 414Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 10, 1· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ., [[γίνομαι]], κατασκευάζομαι ἐντελῶς [[ὅμοιος]], ζωγραφοῦμαι, γραφῇ Ἡρόδ. 2. 78, 86, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 23· ― ὁ [[Πλάτων]] [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζεται τὴν μετοχ. τοῦ ἐνεστ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Πολ. 604Ε· οὕτω, μετοχ. μέλλ. μιμηθησόμενον [[αὐτόθι]] 599Α: ἀόρ. μιμηθὲν Νόμ. 668Β. ΙΙ. ἐπὶ τῶν μιμητικῶν τεχνῶν, [[παριστάνω]], [[ἐκφράζω]] διὰ μιμήσεως, ἐπὶ ὑποκριτοῦ ἐν δράματι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 605D, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 291· ἐπὶ ζωγραφικῆς καὶ μουσικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 306D· ἐπὶ ὀρχήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 812C· ἐπὶ γλυπτικῆς καὶ ποιήσεως, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 3, Ποιητ. 2, κἑξ.· ― ἐπὶ τῶν μίμων, [[παριστάνω]], ὑποκρίνομαι, τι Ξεν. Συμπ. 2, 21. ― Οὔτε αἱ λέξεις [[μῖμος]], [[μιμέομαι]], [[οὔτε]] παράγωγόν τι αὐτῶν ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἰλ. ἢ τῇ Ὀδ. Οἱ Τραγικοὶ μεταχειρίζονται μόνον ἐνεστ. καὶ μέλλ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὴν λέξιν μῖμος πρὸς τὸ Σανσκρ. mâ-yâ ([[φάντασμα]], [[γοητεία]]): τὰ Λατ. imitari, imago παράγονται πιθαν. ἐκ τῆς √ΙΜ = SIM, sim-ilis). [ῑ [[μέχρι]] Γρηγ. τοῦ Ναζ., ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1308].
}}
}}
{{bailly
{{bailly