Anonymous

περιεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιεργάζομαι''': μέλλ. -εργάσομαι· ὁ μέλλ. -εργασθήσομαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Achmes Ὀνειρ. 231· ([[περίεργος]])· ἀποθ., - ὡς καὶ νῦν, [[ἐξετάζω]] τι [[μετὰ]] περιττῆς ἐπιμελείας, δαπανῶ μάταιον κόπον δι’ αὐτό, [[μετὰ]] μετοχ., περιεργάζοντο δοκέοντες πρῶτοι ἀνθρώπων γεγονέναι Ἡρόδ. 2. 15· [[Σωκράτης]] περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῇς καὶ τὰ ἐπουράνια Πλάτ. Ἀπολ. 19Β· περιείργασμαι μὲν ἐγὼ περὶ τούτων εἰπών, περιείργασται δ’ ἡ [[πόλις]] πεισθεῖσα ἐμοὶ Δημ. 248· 25· - [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι, [[μάτην]] μετεχειρίσθησαν τὸν «θύλακον» (δηλ. δὲν ἦτο [[ἀνάγκη]] νὰ εἴπωσι τὴν λέξιν), Ἡρόδ. 3. 46· π. τοῖς σημείοις, ἐνεργῶ [[πέραν]] τοῦ μέρους μου, Ἀριστ. Ποιητ. 26, 6· π. τῷ οἰκιδίῳ, μάταια δαπανῶ εἰς τὴν οἰκίαν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 11· οὕτω πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ., οὐδὲ περιείργασται ἐν αὐτοῖς, οὐδὲ ὑπάρχει τι περιττὸν ἐν αὐτοῖς, Λουκ. Ἡρόδ. 6, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 44· - μετ’ αἰτ., π. τι καινόν, ἀσχολοῦμαι περὶ νέον τι [[πρᾶγμα]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 200. 2) εἶμαι [[ἄνθρωπος]] [[περίεργος]], ἀσχολοῦμαι εἰς ἄλλων ἀνθρώπων ὑποθέσεις, πολυπραγμονῶ, Δημ. 805, 4, πρβλ. 890. 5· π. τὰ κατὰ τὴν Ἰταλίαν, ἀναμιγνύομαι εἰς τὰ πράγματα τῆς Ἰταλίας, Πολύβ. 18, 34, 2. - [[Κατὰ]] Φώτ.: «περιεργάζεσθαι· πολυπραγμονεῖν».
|lstext='''περιεργάζομαι''': μέλλ. -εργάσομαι· ὁ μέλλ. -εργασθήσομαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Achmes Ὀνειρ. 231· ([[περίεργος]])· ἀποθ., - ὡς καὶ νῦν, [[ἐξετάζω]] τι μετὰ περιττῆς ἐπιμελείας, δαπανῶ μάταιον κόπον δι’ αὐτό, μετὰ μετοχ., περιεργάζοντο δοκέοντες πρῶτοι ἀνθρώπων γεγονέναι Ἡρόδ. 2. 15· [[Σωκράτης]] περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῇς καὶ τὰ ἐπουράνια Πλάτ. Ἀπολ. 19Β· περιείργασμαι μὲν ἐγὼ περὶ τούτων εἰπών, περιείργασται δ’ ἡ [[πόλις]] πεισθεῖσα ἐμοὶ Δημ. 248· 25· - μετὰ δοτ. τρόπου, τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι, [[μάτην]] μετεχειρίσθησαν τὸν «θύλακον» (δηλ. δὲν ἦτο [[ἀνάγκη]] νὰ εἴπωσι τὴν λέξιν), Ἡρόδ. 3. 46· π. τοῖς σημείοις, ἐνεργῶ [[πέραν]] τοῦ μέρους μου, Ἀριστ. Ποιητ. 26, 6· π. τῷ οἰκιδίῳ, μάταια δαπανῶ εἰς τὴν οἰκίαν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 11· οὕτω πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ., οὐδὲ περιείργασται ἐν αὐτοῖς, οὐδὲ ὑπάρχει τι περιττὸν ἐν αὐτοῖς, Λουκ. Ἡρόδ. 6, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 44· - μετ’ αἰτ., π. τι καινόν, ἀσχολοῦμαι περὶ νέον τι [[πρᾶγμα]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 200. 2) εἶμαι [[ἄνθρωπος]] [[περίεργος]], ἀσχολοῦμαι εἰς ἄλλων ἀνθρώπων ὑποθέσεις, πολυπραγμονῶ, Δημ. 805, 4, πρβλ. 890. 5· π. τὰ κατὰ τὴν Ἰταλίαν, ἀναμιγνύομαι εἰς τὰ πράγματα τῆς Ἰταλίας, Πολύβ. 18, 34, 2. - [[Κατὰ]] Φώτ.: «περιεργάζεσθαι· πολυπραγμονεῖν».
}}
}}
{{bailly
{{bailly