Anonymous

νῆστις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νῆστις''': ὁ καὶ ἡ, γεν. -ιος ἢ -ιδος, ἴδε κατωτ.· [[ὡσαύτως]] δοτ. νήστει Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. πληθ. νήστεις, Ἀντιφάν. ἐν «Λάμπωνι» 1, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 16· (νη-, ἐσθίω)· - ὁ μὴ ἐσθίων, ὁ νηστεύων, ἐπὶ προσώπων, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Ἰλ. Τ. 207· νήστιες [[ἄχρι]]... κνέφαος Ὀδ. Σ. 370· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., [[νῆστις]] βορᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 973· πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμαν Αἰσχύλ. Πρ. 573. 2) ὁ Αἰσχύλ. [[συχνάκις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξ. μετ’ ἀφῃρ. οὐσιαστ., νῆστιν νόσον, πεῖναν, ἐν Ἀγ. 1016· ν. λιμὸς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 250· νήστισιν αἰκίαις, μὲ τούς πόνους τῆς νηστείας, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 600· [[πόνος]] ν. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 330· νήστιδες δύαι [[αὐτόθι]] 1622· [[ὡσαύτως]], [[νῆστις]] [[ὀσμή]], ἡ κακὴ ὀσμὴ τῆς ἀναπνοῆς τοῦ νηστεύοντος (πρβλ. [[νηστεύω]]), Α. Β. 52. 3) ἐνεργ., ὁ προξενῶν πεῖναν, πνοαὶ νήστιδες Αἰσχύλ. Ἀγ. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. [[νῆστις]], ἡ, αἰτ. νῆστιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις», 1, κ. ἀλλ.· πληθ. [[νῆστις]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 1) τὸ ἀείποτε κενὸν [[ἔντερον]], intestinum jejunum, Ἱππ. 252. 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, ἐν τέλ. 2) παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 161, 212, Νῆστις, Σικελική τις [[θεότης]] παριστάνουσα τὸ [[στοιχεῖον]] τοῦ ὕδατος, πρβλ. Εὐστ. 1130. 14. 3) ἰχθύς τις ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κεστρέων, [[διότι]] ὁ [[στόμαχος]] [[αὐτοῦ]] εὑρίσκεται ἀείποτε [[κενός]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, 302, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ πολλὰ σκώμματα περὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 307 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
|lstext='''νῆστις''': ὁ καὶ ἡ, γεν. -ιος ἢ -ιδος, ἴδε κατωτ.· [[ὡσαύτως]] δοτ. νήστει Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. πληθ. νήστεις, Ἀντιφάν. ἐν «Λάμπωνι» 1, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 16· (νη-, ἐσθίω)· - ὁ μὴ ἐσθίων, ὁ νηστεύων, ἐπὶ προσώπων, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Ἰλ. Τ. 207· νήστιες [[ἄχρι]]... κνέφαος Ὀδ. Σ. 370· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., [[νῆστις]] βορᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 973· πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμαν Αἰσχύλ. Πρ. 573. 2) ὁ Αἰσχύλ. [[συχνάκις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξ. μετ’ ἀφῃρ. οὐσιαστ., νῆστιν νόσον, πεῖναν, ἐν Ἀγ. 1016· ν. λιμὸς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 250· νήστισιν αἰκίαις, μὲ τούς πόνους τῆς νηστείας, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 600· [[πόνος]] ν. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 330· νήστιδες δύαι [[αὐτόθι]] 1622· [[ὡσαύτως]], [[νῆστις]] [[ὀσμή]], ἡ κακὴ ὀσμὴ τῆς ἀναπνοῆς τοῦ νηστεύοντος (πρβλ. [[νηστεύω]]), Α. Β. 52. 3) ἐνεργ., ὁ προξενῶν πεῖναν, πνοαὶ νήστιδες Αἰσχύλ. Ἀγ. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. [[νῆστις]], ἡ, αἰτ. νῆστιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις», 1, κ. ἀλλ.· πληθ. [[νῆστις]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 1) τὸ ἀείποτε κενὸν [[ἔντερον]], intestinum jejunum, Ἱππ. 252. 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, ἐν τέλ. 2) παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 161, 212, Νῆστις, Σικελική τις [[θεότης]] παριστάνουσα τὸ [[στοιχεῖον]] τοῦ ὕδατος, πρβλ. Εὐστ. 1130. 14. 3) ἰχθύς τις ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κεστρέων, [[διότι]] ὁ [[στόμαχος]] [[αὐτοῦ]] εὑρίσκεται ἀείποτε [[κενός]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, 302, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ πολλὰ σκώμματα περὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 307 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
}}
}}
{{bailly
{{bailly