Anonymous

πορεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πορεύω''': μέλλ. -σω· ἀόρ. ἐπόρευσα, κτλ.· ― Παθ. καὶ μέσ. μέλλ. πορεύσομαι, Σοφ. Ο. Τ. 676, Πλάτ. Συμπ. 190D· πορευθήσομαι, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 87, Ἑβδ. ― ἀόρ. ἐπορευσάμην (μόνον ἐν συνθέτοις ἐν-, προ-, Πλάτ. Ἐπιστ. 313D, Πολύβ. 2. 27, 2)· ἐπορεύθην Πινδ. Ἀποσπ. 45. 8, Ἡρόδ. 8. 107, Θουκ. 1. 26, Εὐρ., κτλ.· ― πρκμ. πεπόρευμαι Πλάτ. Πολιτικ. 266C, Δημ. 1248. 11· ([[πόρος]]). Ι. ἐνεργ., [[πέμπω]], ἄγω, [[φέρω]], [[μεταβιβάζω]], [[μεταφέρω]] διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης, τινὰ Ἀρίων ἐν Bgk. Lyr σ. 567, Πινδ. Ο. 1. 125, Π. 11. 32, κτλ.· ἐπ’ εὐστόλου νεὼς πορεύσαιμ’ ἂν ἐς δόμους Σοφ. Φιλ. 516· ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα... τις πορευσάτω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1476· ἐμὲ πόντιον [[σκάφος]] Ἄργος πορεύσει Εὐρ. Τρῳ 1086· ποντιὰς [[αὔρα]], ποῖ με πορεύσεις; ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 447· βᾶσά νιν [[δεῦρο]] πόρευσον ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 181· στρατιὰν [[πεζῇ]] π. ὡς Βρασίδαν Θουκ. 4. 131, κτλ.· ― [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., [[διαβιβάζω]] ἢ [[διαπορθμεύω]], ὃς τὸν ποταμόν... βροτοὺς μισθοῦ πόρευε Σοφ. Τρ. 559· γυναῖκ’ ἀρίσταν λίμναν... πορεύσας ἐλάτᾳ Εὐρ. Ἄλκ. 444. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[κομίζω]], Σοφ. Ο. Κ. 1602· [[παρέχω]], δίδω, [[εὑρίσκω]], χρυσὸν Εὐρ. Φοίν. 985· θέτω εἰς κίνησιν, [[κίνησις]] βραδύτητάς τε καὶ τάχη... π. Πλάτ. Νόμ. 893D. ΙΙ. Παθ. καὶ μέσ., ἄγομαι, ἐλαύνομαι, [[μέγας]] [[βοῦς]] ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Σοφ. Αἴ. 1254· πρὸς βίαν π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 845. 2) ὡς καὶ νῦν, πορεύομαι, [[βαδίζω]], [[ὑπάγω]], Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· π. ἐφ’ ἑνὸς σκέλους Πλάτ. Συμπ. 190D· ξύνδρομά τινι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 266C· [[ταχέως]] Ξεν. Ἀν. 2. 2, 12· τοῖν ποδοῖν ὁ αὐτ. 4. 3, 13· [[ὑπάγω]] διὰ ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ [[ὑπάγω]] διὰ θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 3, 1· περῶ εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], διαπορθμεύομαι, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ, quibus transiret rex, Ἡρόδ. 8. 107· π. δι’ Εὐρίπου Θουκ. 7. 29· ― [[συχν]]. [[μετὰ]] προθέσεων, π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων Σοφ. Τρ. 392, κτλ.· εἰς ἀγρὸν Πλάτ. Πολ. 563D· ἐκ… ἐς... Ἡρόδ. 4. 35· ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Πλάτ. Φαίδων 113D· καὶ μετ’ αἰτ. τόπου, [[εἰσέρχομαι]], π. στέγας Σοφ. Τρ. 329, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 51· π. διά..., [[ὑπάγω]] διά…, Ξεν., κτλ.· ― πορεύομαι παρὰ βασιλέος, [[ἔρχομαι]] παρὰ βασιλέως, Ἡρόδ. 6. 95· παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην Ξεν. Ἀν. 4. 5, 10· ― πορεύεσθαι παρ’ ἄνδρα, παρὰ γυναῖκα, συχνὸν παρ’ Ἡροδ., πρβλ. Valck. καὶ Schwgh. εἰς 2. 115., 4. 1· [[ὡσαύτως]], πρὸς ἄνδρα πορεύεσθαι Θεανὼ παρὰ Διογ. Α. 7. 43: ― [[συχν]]. [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., μακρὰν ὁδὸν π. Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11, κτλ.· π. φυγὴν Εὐρ. Ἴων. 1238· τὴν εἱμαρμένην πορείαν Πλάτ. Μενέξ. 236D· σταθμοὺς μακροτάτους Ξεν. Ἀν. 2. 9, 12· ― μετ’ αἰτ. τόπου, π. πολλὴν γῆν Ἀρρ. Ἀν. 6. 23· π. τὰ δύσβατα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 27· τοσαῦτα ὄρη ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 5, 18. ― Ἰδιαίτεραι φράσεις, π. ἐς ἄρκυν, ἐμπίπτειν εἰς..., Εὐρ. Ἠλ. 965· π. ἐπ’ [[ἔργον]], εἰς πόνους ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1068, Πλάτ.· π. εἰς τὰ κτήματα, [[ἔρχομαι]] εἰς..., Δημ. 1090. 9. 3) πορεύομαι, δηλ. ζῶ, εἴ τις... ὑπέροπτα π. Σοφ. Ο. Τ. 884. 4) μεταφορ., ἡ [[πονηρία]] διὰ τῶν ἡδονῶν π. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24· ἐπὶ λόγου, ἐκτὸς τῶν λόγων π. Πλάτ. Νόμ. 812Α· διὰ τῶν ὁμολογουμένων Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 15, κτλ.
|lstext='''πορεύω''': μέλλ. -σω· ἀόρ. ἐπόρευσα, κτλ.· ― Παθ. καὶ μέσ. μέλλ. πορεύσομαι, Σοφ. Ο. Τ. 676, Πλάτ. Συμπ. 190D· πορευθήσομαι, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 87, Ἑβδ. ― ἀόρ. ἐπορευσάμην (μόνον ἐν συνθέτοις ἐν-, προ-, Πλάτ. Ἐπιστ. 313D, Πολύβ. 2. 27, 2)· ἐπορεύθην Πινδ. Ἀποσπ. 45. 8, Ἡρόδ. 8. 107, Θουκ. 1. 26, Εὐρ., κτλ.· ― πρκμ. πεπόρευμαι Πλάτ. Πολιτικ. 266C, Δημ. 1248. 11· ([[πόρος]]). Ι. ἐνεργ., [[πέμπω]], ἄγω, [[φέρω]], [[μεταβιβάζω]], [[μεταφέρω]] διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης, τινὰ Ἀρίων ἐν Bgk. Lyr σ. 567, Πινδ. Ο. 1. 125, Π. 11. 32, κτλ.· ἐπ’ εὐστόλου νεὼς πορεύσαιμ’ ἂν ἐς δόμους Σοφ. Φιλ. 516· ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα... τις πορευσάτω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1476· ἐμὲ πόντιον [[σκάφος]] Ἄργος πορεύσει Εὐρ. Τρῳ 1086· ποντιὰς [[αὔρα]], ποῖ με πορεύσεις; ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 447· βᾶσά νιν [[δεῦρο]] πόρευσον ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 181· στρατιὰν [[πεζῇ]] π. ὡς Βρασίδαν Θουκ. 4. 131, κτλ.· ― μετὰ διπλ. αἰτ., [[διαβιβάζω]] ἢ [[διαπορθμεύω]], ὃς τὸν ποταμόν... βροτοὺς μισθοῦ πόρευε Σοφ. Τρ. 559· γυναῖκ’ ἀρίσταν λίμναν... πορεύσας ἐλάτᾳ Εὐρ. Ἄλκ. 444. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[κομίζω]], Σοφ. Ο. Κ. 1602· [[παρέχω]], δίδω, [[εὑρίσκω]], χρυσὸν Εὐρ. Φοίν. 985· θέτω εἰς κίνησιν, [[κίνησις]] βραδύτητάς τε καὶ τάχη... π. Πλάτ. Νόμ. 893D. ΙΙ. Παθ. καὶ μέσ., ἄγομαι, ἐλαύνομαι, [[μέγας]] [[βοῦς]] ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Σοφ. Αἴ. 1254· πρὸς βίαν π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 845. 2) ὡς καὶ νῦν, πορεύομαι, [[βαδίζω]], [[ὑπάγω]], Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· π. ἐφ’ ἑνὸς σκέλους Πλάτ. Συμπ. 190D· ξύνδρομά τινι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 266C· [[ταχέως]] Ξεν. Ἀν. 2. 2, 12· τοῖν ποδοῖν ὁ αὐτ. 4. 3, 13· [[ὑπάγω]] διὰ ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ [[ὑπάγω]] διὰ θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 3, 1· περῶ εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], διαπορθμεύομαι, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ, quibus transiret rex, Ἡρόδ. 8. 107· π. δι’ Εὐρίπου Θουκ. 7. 29· ― [[συχν]]. μετὰ προθέσεων, π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων Σοφ. Τρ. 392, κτλ.· εἰς ἀγρὸν Πλάτ. Πολ. 563D· ἐκ… ἐς... Ἡρόδ. 4. 35· ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Πλάτ. Φαίδων 113D· καὶ μετ’ αἰτ. τόπου, [[εἰσέρχομαι]], π. στέγας Σοφ. Τρ. 329, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 51· π. διά..., [[ὑπάγω]] διά…, Ξεν., κτλ.· ― πορεύομαι παρὰ βασιλέος, [[ἔρχομαι]] παρὰ βασιλέως, Ἡρόδ. 6. 95· παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην Ξεν. Ἀν. 4. 5, 10· ― πορεύεσθαι παρ’ ἄνδρα, παρὰ γυναῖκα, συχνὸν παρ’ Ἡροδ., πρβλ. Valck. καὶ Schwgh. εἰς 2. 115., 4. 1· [[ὡσαύτως]], πρὸς ἄνδρα πορεύεσθαι Θεανὼ παρὰ Διογ. Α. 7. 43: ― [[συχν]]. μετὰ συστοίχ. αἰτ., μακρὰν ὁδὸν π. Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11, κτλ.· π. φυγὴν Εὐρ. Ἴων. 1238· τὴν εἱμαρμένην πορείαν Πλάτ. Μενέξ. 236D· σταθμοὺς μακροτάτους Ξεν. Ἀν. 2. 9, 12· ― μετ’ αἰτ. τόπου, π. πολλὴν γῆν Ἀρρ. Ἀν. 6. 23· π. τὰ δύσβατα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 27· τοσαῦτα ὄρη ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 5, 18. ― Ἰδιαίτεραι φράσεις, π. ἐς ἄρκυν, ἐμπίπτειν εἰς..., Εὐρ. Ἠλ. 965· π. ἐπ’ [[ἔργον]], εἰς πόνους ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1068, Πλάτ.· π. εἰς τὰ κτήματα, [[ἔρχομαι]] εἰς..., Δημ. 1090. 9. 3) πορεύομαι, δηλ. ζῶ, εἴ τις... ὑπέροπτα π. Σοφ. Ο. Τ. 884. 4) μεταφορ., ἡ [[πονηρία]] διὰ τῶν ἡδονῶν π. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24· ἐπὶ λόγου, ἐκτὸς τῶν λόγων π. Πλάτ. Νόμ. 812Α· διὰ τῶν ὁμολογουμένων Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 15, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly