Anonymous

πειρητίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πειρητίζω''': Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ [[πειράω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατ., [[δοκιμάζω]], [[ἐξετάζω]], ἀπολ., Ἰλ. Ο. 615, Ὀδ. Ω. 221· μετ’ ἀπαρ. ῥήγνυσθαι μέγα [[τεῖχος]].. πειρήτιζον Ἰλ. Μ. 257· - πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε, ἤγγιζε τὰς χορδὰς δι’ [[αὐτοῦ]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 53. 419. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, συβώτεω πειρητίζων Ὀδ. Ξ. 459· συβώτεω π., εἴ μιν ἔτ’ [[ἐνδυκέως]] φιλέοι Ο. 304· [[ὡσαύτως]], [[δοκιμάζω]] τὰς δυνάμεις τινὸς (ἐν μάχῃ), [[μήτι]] μευ, ἠΰτε παιδός.., πειρήτιζε Ἰλ. Η. 235· πρβλ. [[πειράω]] β. ΙΙ. 1. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., σθένεος καὶ ἀλκῆς Ὀδ. Χ. 237· τόξου Φ. 124, 149· πρβλ. [[πειράω]] Β. ΙΙ. 2. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. π. στίχας ἀνδρῶν, [[δοκιμάζω]], δηλ. [[προσβάλλω]] τὰς τάξεις Ἰλ. Μ. 47. 2) π. γυναῖκα Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16.
|lstext='''πειρητίζω''': Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ [[πειράω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατ., [[δοκιμάζω]], [[ἐξετάζω]], ἀπολ., Ἰλ. Ο. 615, Ὀδ. Ω. 221· μετ’ ἀπαρ. ῥήγνυσθαι μέγα [[τεῖχος]].. πειρήτιζον Ἰλ. Μ. 257· - πλήκτρῳ ἐπειρήτιζε, ἤγγιζε τὰς χορδὰς δι’ [[αὐτοῦ]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 53. 419. ΙΙ. μετὰ γεν. προσ., [[δοκιμάζω]] τινά, συβώτεω πειρητίζων Ὀδ. Ξ. 459· συβώτεω π., εἴ μιν ἔτ’ [[ἐνδυκέως]] φιλέοι Ο. 304· [[ὡσαύτως]], [[δοκιμάζω]] τὰς δυνάμεις τινὸς (ἐν μάχῃ), [[μήτι]] μευ, ἠΰτε παιδός.., πειρήτιζε Ἰλ. Η. 235· πρβλ. [[πειράω]] β. ΙΙ. 1. 2) μετὰ γεν. πράγμ., σθένεος καὶ ἀλκῆς Ὀδ. Χ. 237· τόξου Φ. 124, 149· πρβλ. [[πειράω]] Β. ΙΙ. 2. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. π. στίχας ἀνδρῶν, [[δοκιμάζω]], δηλ. [[προσβάλλω]] τὰς τάξεις Ἰλ. Μ. 47. 2) π. γυναῖκα Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16.
}}
}}
{{bailly
{{bailly