3,244,152
edits
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλεονεξία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ὁ [[τρόπος]] τοῦ πλεονέκτου, [[ἀπληστία]], [[τάσις]] πρὸς κτῆσιν τοῦ μὴ ἀνήκοντος, [[ὑπερηφανία]], [[ἀλαζονεία]], ἡ πλ. τῶν Σπαρτιητέων Ἡρόδ. 7. 149, πρβλ. Ἀνδοκ. 30. 37, Θουκ. 3. 82, Ἰσοκρ. 283Α, Πλάτ. Πολ. 359C, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5. 15. ΙΙ. [[κέρδος]], [[ὠφέλεια]], Ἰσοκρ. 75Β, Δημ. 662. 28· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλ. Ἰσοκρ. 31Β, κτλ.· αἱ πλ. αἱ ἴδιαι, αἱ δημόσιαι Ξεν. Κυν. 13. 10· αἱ πλ. τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12. 6. 2) ἐπὶ πλεονεξίᾳ, πρὸς ἰδίαν ὠφέλειαν, Θουκ. 3. 84, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 12. 3) | |lstext='''πλεονεξία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ὁ [[τρόπος]] τοῦ πλεονέκτου, [[ἀπληστία]], [[τάσις]] πρὸς κτῆσιν τοῦ μὴ ἀνήκοντος, [[ὑπερηφανία]], [[ἀλαζονεία]], ἡ πλ. τῶν Σπαρτιητέων Ἡρόδ. 7. 149, πρβλ. Ἀνδοκ. 30. 37, Θουκ. 3. 82, Ἰσοκρ. 283Α, Πλάτ. Πολ. 359C, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5. 15. ΙΙ. [[κέρδος]], [[ὠφέλεια]], Ἰσοκρ. 75Β, Δημ. 662. 28· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλ. Ἰσοκρ. 31Β, κτλ.· αἱ πλ. αἱ ἴδιαι, αἱ δημόσιαι Ξεν. Κυν. 13. 10· αἱ πλ. τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12. 6. 2) ἐπὶ πλεονεξίᾳ, πρὸς ἰδίαν ὠφέλειαν, Θουκ. 3. 84, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 12. 3) μετὰ γεν. προσώπ., ὑπεροχὴ [[ὑπεράνω]] τινός, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 28. 4) μεγαλειτέρα μετοχὴ ἔκ τινος πράγματος, τῶν δικαίων Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 12, 3· [[κέρδος]], τὴν ἐπὶ τῶν ἰδίων δικῶν πλεονεξίαν Δημ. 523. 14· πλ. ἔκ τινος Πολύβ. 6, 56, 3. ΙΙΙ. [[ἀφθονία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδεια]], Πλάτ. Τιμ. 82Α. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132 ἐν τέλει. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πλεονεξία:''' ион. πλεονεξίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> жадность, своекорыстие ([[πολυπραγμοσύνη]] καὶ π. Isocr.): οὐ | |elrutext='''πλεονεξία:''' ион. πλεονεξίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> жадность, своекорыстие ([[πολυπραγμοσύνη]] καὶ π. Isocr.): οὐ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ Thuc. не в видах законной пользы, а из противозаконного своекорыстия; πλεονεξίαν ἀσκεῖν Plat. предаваться стяжательству;<br /><b class="num">2)</b> превосходство, преимущество, преобладание (αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλεονεξίαι Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> выгода, польза, благо (αἱ δημόσιαι πλεονεξίαι Xen.);<br /><b class="num">4)</b> (пре)избыток, излишек (π. καὶ [[ἀκοσμία]] Plut.): ἡ παρὰ φύσιν π. καὶ ἔνδειά τινος Plat. противоестественный избыток или недостаток чего-л.;<br /><b class="num">5)</b> лог. хитрость, уловка: αἱ ἐν τῷ πυνθάνεσθαι πλεονεξίαι Arst. ловушки в вопросах (собеседника). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |