Anonymous

προσικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσικνέομαι''': ἀποθ., [[ἔρχομαι]], [[φθάνω]] εἴς τι, [[δῆγμα]] δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ’ [[ἧπαρ]] πρ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 792· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., [[φθάνω]] [[μέχρι]]..., τόξῳ γὰρ [[οὔτις]] πημάτων προσίξεται (Meineke προσθίξεται) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1033· πρὶν ἐκεῖνον προσικέσθαι σου Ἀριστοφ. Ἱππ. 761. 2) [[πλησιάζω]] ὡς [[ἱκέτης]], μετ’ αἰτ. τόπου, Αἰσχύλ. Χο. 1035.
|lstext='''προσικνέομαι''': ἀποθ., [[ἔρχομαι]], [[φθάνω]] εἴς τι, [[δῆγμα]] δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ’ [[ἧπαρ]] πρ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 792· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., [[φθάνω]] [[μέχρι]]..., τόξῳ γὰρ [[οὔτις]] πημάτων προσίξεται (Meineke προσθίξεται) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1033· πρὶν ἐκεῖνον προσικέσθαι σου Ἀριστοφ. Ἱππ. 761. 2) [[πλησιάζω]] ὡς [[ἱκέτης]], μετ’ αἰτ. τόπου, Αἰσχύλ. Χο. 1035.
}}
}}
{{bailly
{{bailly