Anonymous

προθέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[προτρέχω]], [[τρέχω]] ἐμπρός, Ἰλ. Κ. 362· πολὺ προθέεσκε, κατὰ πολὺ προεῖχε, προηγεῖτο εἰς τὸν δρόμον, [[αὐτόθι]] Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515, διάφ. γραφ. ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 240· ἀντίθετ. τῷ ἀπολείπομαι, Πλάτ. Κρατ. 412Α. 2) [[τρέχω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 13. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[ὑπερβαίνω]] εἰς τὸν δρόμον, ὑπερτερῶ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3, 7, Αἰλ. π. Ζ. 7. 26· [[μετὰ]] γεν., Πλούτ. Κράσσ. 18.
|lstext='''προθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[προτρέχω]], [[τρέχω]] ἐμπρός, Ἰλ. Κ. 362· πολὺ προθέεσκε, κατὰ πολὺ προεῖχε, προηγεῖτο εἰς τὸν δρόμον, [[αὐτόθι]] Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515, διάφ. γραφ. ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 240· ἀντίθετ. τῷ ἀπολείπομαι, Πλάτ. Κρατ. 412Α. 2) [[τρέχω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 13. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[ὑπερβαίνω]] εἰς τὸν δρόμον, ὑπερτερῶ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3, 7, Αἰλ. π. Ζ. 7. 26· μετὰ γεν., Πλούτ. Κράσσ. 18.
}}
}}
{{bailly
{{bailly