Anonymous

σκαριφάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰρῑφάομαι''': ἀποθ.· ([[σκάριφος]])· ξέων ἐπιπολαίως [[σχηματίζω]] [[σχεδίασμα]], [[σχεδιάζω]] ἐλαφρῶς, [[πράττω]] τι ἐπιπολαίως ἢ [[μετὰ]] ῥαθυμίας, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Βατρ. 1545 (1497)· οὕτω σκᾰρῑφεύω, [[αὐτόθι]]· πρβλ. [[διασκαριφάομαι]]. Ἐντεῦθεν Λατ. scarificare - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαριφᾶσθαι· ξύειν, σκάπτειν, γράφειν».
|lstext='''σκᾰρῑφάομαι''': ἀποθ.· ([[σκάριφος]])· ξέων ἐπιπολαίως [[σχηματίζω]] [[σχεδίασμα]], [[σχεδιάζω]] ἐλαφρῶς, [[πράττω]] τι ἐπιπολαίως ἢ μετὰ ῥαθυμίας, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Βατρ. 1545 (1497)· οὕτω σκᾰρῑφεύω, [[αὐτόθι]]· πρβλ. [[διασκαριφάομαι]]. Ἐντεῦθεν Λατ. scarificare - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαριφᾶσθαι· ξύειν, σκάπτειν, γράφειν».
}}
}}
{{etym
{{etym