Anonymous

παράφορος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράφορος''': -ον, (παραφέρω) ὁ παραφερόμενος, οὕτω παρ. πρὸς δόξαν Πλουτ. Θεμιστ. 3· ἐπὶ ἐπιδέσμου, ὁ δυνάμενος νὰ διολισθήσῃ, να ἐκφύγῃ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791. 2) ὁ πλανώμενος, περιδινούμενος, σφαλόμενος, κλονούμενος, στείχειν π. ποδὶ Εὐρ. Ἑκ. 1050· π. δρόμοι Πλούτ. 2. 501D· παράφορον βαδίζειν, ἐπὶ μεθύσου, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12· μετ’ ἀπαρ., σπείρειν οὖν [[παράφορος]] ὁ μεθύων, ἐπὶ παιδουργίας, Πλάτ. Νόμ. 775D. 3) [[μετὰ]] γεν., ὁ πλανώμενος μακρὰν ἀπό τινος, [[παράφορος]] ξυνέσεως, [[παράφρων]], ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 228D· - ἀπολ., [[παράφρων]], [[μανικός]], μῦθοι ἀπίθανοι καὶ π. Πλουτ. Ἀρτοξ. 1· - Ἐπίρρ. -ρως, Ρήτορες (Walz) 1. 552· οὕτω κατ’ οὐδέτ., ἐπὶ μανικοῦ, παράφορον δέρκεσθαι, ἀναβοᾶν Λουκ. Δραπέτ. 19, Ἔρωτες 13. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων ταραχήν, διατάραξιν φρενῶν, σύγχυσιν, παραφροσύνην, γνώμης Ἱππ. Προρρ. 70.
|lstext='''παράφορος''': -ον, (παραφέρω) ὁ παραφερόμενος, οὕτω παρ. πρὸς δόξαν Πλουτ. Θεμιστ. 3· ἐπὶ ἐπιδέσμου, ὁ δυνάμενος νὰ διολισθήσῃ, να ἐκφύγῃ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791. 2) ὁ πλανώμενος, περιδινούμενος, σφαλόμενος, κλονούμενος, στείχειν π. ποδὶ Εὐρ. Ἑκ. 1050· π. δρόμοι Πλούτ. 2. 501D· παράφορον βαδίζειν, ἐπὶ μεθύσου, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12· μετ’ ἀπαρ., σπείρειν οὖν [[παράφορος]] ὁ μεθύων, ἐπὶ παιδουργίας, Πλάτ. Νόμ. 775D. 3) μετὰ γεν., ὁ πλανώμενος μακρὰν ἀπό τινος, [[παράφορος]] ξυνέσεως, [[παράφρων]], ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 228D· - ἀπολ., [[παράφρων]], [[μανικός]], μῦθοι ἀπίθανοι καὶ π. Πλουτ. Ἀρτοξ. 1· - Ἐπίρρ. -ρως, Ρήτορες (Walz) 1. 552· οὕτω κατ’ οὐδέτ., ἐπὶ μανικοῦ, παράφορον δέρκεσθαι, ἀναβοᾶν Λουκ. Δραπέτ. 19, Ἔρωτες 13. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων ταραχήν, διατάραξιν φρενῶν, σύγχυσιν, παραφροσύνην, γνώμης Ἱππ. Προρρ. 70.
}}
}}
{{bailly
{{bailly