3,273,735
edits
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσέχω''': καὶ [[προσίσχω]], μέλλ. -ξω, ἀόρ. προσέσχον. Προτείνω, [[προσφέρω]], [[παρέχω]], προσέσχε μαστὸν [δράκοντι] Αἰσχύλ. Χο. 531˙ [[φέρω]] [[πρός]], τὴν ἀσπίδα προσίσχειν πρὸς τὸ [[δάπεδον]] Ἡρόδ. 4. 100˙ γῇ τὸ [[σῶμα]] Πλούτ. 2. 1103 Ε. 2) πρ. ναῦν, [[φέρω]] [[πλοῖον]] πλησίον τόπου τινός, [[φέρω]] αὐτὸ εἰς τὸν λιμένα, προσσχόντες τὰς νῆας Ἡρόδ. 9. 99˙ Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν˙ Εὐρ. Ὀρ. 362˙ τίς σε προσέσχε… [[χρεία]]; σὲ ἔφερεν ἐδῶ; Σοφ. Φιλ. 236˙ [[ναῦς]] πρὸς τὴν γῆν προσέσχε Δίων Κ. 42. 4˙ ― [[καθόλου]] [[ἄνευ]] τοῦ ναῦν, [[προσεγγίζω]] εἴς τινα τόπον, προσσχεῖν ἐς τὴν Σάμον, ἐς Τύρον, κτλ. Ἡρόδ. 1. 2., 3. 48, πρβλ. 4. 76, 145, 147˙ προσίσχειν πρὸς τὴν Σίφνον, πρὸς τὰς νήσους ὁ αὐτ. 3. 58, 6. 99˙ πρ. κατὰ τὴν Μαυρουσίαν Πλουτ. Σερτ. 7˙ ― [[ὡσαύτως]] | |lstext='''προσέχω''': καὶ [[προσίσχω]], μέλλ. -ξω, ἀόρ. προσέσχον. Προτείνω, [[προσφέρω]], [[παρέχω]], προσέσχε μαστὸν [δράκοντι] Αἰσχύλ. Χο. 531˙ [[φέρω]] [[πρός]], τὴν ἀσπίδα προσίσχειν πρὸς τὸ [[δάπεδον]] Ἡρόδ. 4. 100˙ γῇ τὸ [[σῶμα]] Πλούτ. 2. 1103 Ε. 2) πρ. ναῦν, [[φέρω]] [[πλοῖον]] πλησίον τόπου τινός, [[φέρω]] αὐτὸ εἰς τὸν λιμένα, προσσχόντες τὰς νῆας Ἡρόδ. 9. 99˙ Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν˙ Εὐρ. Ὀρ. 362˙ τίς σε προσέσχε… [[χρεία]]; σὲ ἔφερεν ἐδῶ; Σοφ. Φιλ. 236˙ [[ναῦς]] πρὸς τὴν γῆν προσέσχε Δίων Κ. 42. 4˙ ― [[καθόλου]] [[ἄνευ]] τοῦ ναῦν, [[προσεγγίζω]] εἴς τινα τόπον, προσσχεῖν ἐς τὴν Σάμον, ἐς Τύρον, κτλ. Ἡρόδ. 1. 2., 3. 48, πρβλ. 4. 76, 145, 147˙ προσίσχειν πρὸς τὴν Σίφνον, πρὸς τὰς νήσους ὁ αὐτ. 3. 58, 6. 99˙ πρ. κατὰ τὴν Μαυρουσίαν Πλουτ. Σερτ. 7˙ ― [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τόπου, πρ. τῇ γῇ, τῇ νήσῳ, κτλ., Ἡρόδ. 4. 156˙ τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις Θουκ. 4. 30˙ ― [[ὡσαύτως]] μετὰ αἰτ. τόπου, τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; Σοφ. Φιλ. 244, πρβλ. Πολύβ. 2. 9, 2˙ ― ἀπολ., [[ἀράζω]], πιάνω εἰς [[μέρος]] τι, [[ἐξέρχομαι]] εἰς τὴν ξηράν, ἀποβιβάζομαι, Ἡρόδ. 2. 182, κτλ.˙ ― μετὰ συμπληρωματικῶν προσδιορισμῶν, προσέσχον ἐς τὴν Ἀσίην πλέοντες ὁ αὐτ. 6. 119˙ ναυσὶ προσσχεῖν Θουκ. 4. 11˙ πρ. τῇ νηὶ εἰς Ῥόδον Δημ. 1285. 26. 3) [[στρέφω]] [[πρός]] τι, πρ. [[ὄμμα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 931˙ ― ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, πρ. τὸν νοῦν, δίδω προσοχὴν εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[προσέχω]] εἴς τι, Λατ. animum advertere ἢ anima vertere, τινι ἢ [[πρός]] τινι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 503, 1014, 1064, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 2 κλπ.˙ πρ. τὸν νοῦν τινι, δίδω προσοχὴν εἴς τινα, περιποιοῦμαι αὐτόν, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 5, 40˙ τὸν οὖν Σωκράτῃ ἑαυτῷ πως προσέχοντα τὸν νοῦν, [[ὄντα]] βεβυθισμένον πως εἰς ἰδίας σκέψεις, [[σκέπτομαι]] κατ’ ἐμαυτόν, εἶμαι ἀφῃρημένος, Πλάτ. Συμπ. 174D· πρ. τὸν νοῦν [[πρός]] τι Ἀντιφῶν. 124. 5, κτλ.˙ [[πρός]] τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 1010˙ πρ. τὸν νοῦν μή..., [[προσέχω]] [[μήπως]], Πλάτ. Πολ. 432Β, κτλ.˙ ― ἀπολ., πρόσεχε τὸν νοῦν Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 40, Φερεκρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1, Ἀριστοφ. Πλ. 113, κτλ.˙ τὸν νοῦν πρόσσχετε ὁ αύτ. ἐν Νεφ. 575, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 217Β˙ προσσχέτω τὸν νοῦν, ἂ. προσέξῃ, ὡς [[νουθεσία]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1122˙ οὕτω καί, πρ. τὴν γνώμην ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 600, Θουκ. 1. 95., 2. 11., 5. 26., 7. 15˙ πρ. τὴν διάνοιαν ὡς..., Πλουτ. Νουμ. 14˙ [[ὅπως]] περὶ τούτου τῇ διανοίᾳ προσέχῃ Dittenb. 2300, 43. 4) [[ἄνευ]] τοῦ τὸν νοῦν, μὴ πρόσισχε... βουκόλοις Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 82˙ πρ. ἑαυτῷ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 294, Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 9˙ πρ. ἑαυτοῖς ἀπό τινος, φυλάττεσθαι από τινος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 1. πρόσεχ’ οἷς [[φράζω]], πρόσεχε εἰς ὅσα [[λέγω]], Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 21, πρβλ. Δημ. 132. 8, κτλ.˙ πρ. τῶν ἐμπείρων... ταῖς ἀναποδείκτοις φάσεσι Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 6. 11, 6, πρβλ. Πολιτικ. 2. 5, 16˙ πρ. τοῖς νόμοις ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 496˙ ― [[ὡσαύτως]], πρ. ἐπί τινι Ἑβδ. (Γεν. Δ΄, 5)˙ [[πρός]] τι Δημ. 10. 14˙ ― ἀπολ., πρόσεχε, κἀγώ σοι φράσω Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 8˙ προσέχων ἀκουσάτω, μετὰ προσοχῆς ἂς ἀκούσῃ, Δημ. 516. 26˙ πρόσσχες Ἀνέκδ. Ὀξων. 1. 121˙ ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., προσέχων τε [[ταῦτα]] Κριτίας παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 54˙ οὐ προσέχει τὰ πράγματα Φιλήμ. ἐν «Σαρδίῳ» 1, 4. β) δίδω ὅλην μου τὴν προσοχήν, ἀφοσιοῦμαι εἴς τι [[πρᾶγμα]], λατ. totus esse in illo, μετὰ δοτ., γυμνασίοισι Ἡρόδ. 9. 33˙ τοῖς ἔργοις Ἀριστοφ. Πλ. 553˙ τοῖς ναυτικοῖς Θουκ. 1. 15˙ τῷ πολέμῳ ὁ αὐτ. 7. 4˙ πλούτῳ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122D· γεωργίᾳ καὶ εἰρήνῃ, τοῖς κοινοῖς, κτλ., Ἡρῳδιαν. 2. 11, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 19, κτλ.˙ ― ἀπολ., ἐντεταμένως, προθύμως πρ. Ἡρόδ. 1. 18, 8. 128. γ) μετὰ ἀπαρ., προσδοκῶ, [[περιμένω]] νά..., ὁ αὐτ. 1. 80. δ) ἐξακολουθῶ, ἡ [[νοῦσος]] πρ. Ἱππ. 537. 28, πρβλ. 535. 29, κτλ.˙ ἴδε Foës Oec. 5) Μέσ., προσκολλῶμαι εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[ἐμμένω]], ὅ τι προσσχοῖτο τοῦ πηλοῦ τῷ κοντῷ Ἡρόδ. 2. 136˙ [[ὥσπερ]] [[λέπας]] προσεχόμενος τῷ κίονι Ἀριστοφ. Σφ. 105, πρβλ. Πλ. 1096˙ τῷ τοίχῳ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 23, 2 ἀπολ., οἱ πολύποδες οὕτω πρ. [[ὥστε]] μὴ ἀποσπᾶσθαι [[αὐτόθι]] 4. 8, 28. β) μεταφ., ἀφοσιοῦμαι εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τινός, [[μάλιστα]] θεοῦ, Πίνδ. Π. 6. 51 (εἰ καὶ τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἀμφίβολον)˙ 6) Παθ., συγκρατοῦμαι στερεῶς ὑπό τινος πράγματος, ὁπόσα’ θ’ ἐπ’ ὤμοις ἔθεσαν, οὐ δεσμῶν ὕπο προσείχετ’ Εὐρ. Βάκχ. 756· προσκολλῶμαι προσαρτῶμαι εἴς τι, πρὸς τῷ στήθει Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· πρὸς τῷ δένδρῳ προσίσχεσθαι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 4· ― μεταφορ., ἐμπλέκομαι εἴς τι, τῷ ἄγει Θουκ. 1. 127. ΙΙ. ἔχω [[προσέτι]], ἐπὶ πλέον, δεῖ καὶ τούτῳ προσέχειν Πλάτ. Πολ. 521D, πρβλ. Δημ. 877. 26, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 540. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |