Anonymous

σκευωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκευωρέομαι''': ἀόριστ. ἐσκευωρησάμην Δημ. 1116. 8· πρκμ. ἐσκευώρημαι ὁ αὐτ. 884. 22., 885. 10, καὶ ἀποθ.· ἀλὰ τὸ ἐνεργ. σκευωρέω ἀπαντᾷ παρὰ Φίλωνι 2. 569· καὶ πρκμ. ἐσκευώρημαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Δημ. 1103. 9· ([[σκευωρός]]). Κυρίως, [[ἐπιμέλομαι]] τῶν σκευῶν, [[φροντίζω]] περὶ αὐτῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας, ἐπιθεωρῶ, [[ἐξετάζω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, τοὺς τάφους Στράβ. 741· σκ., τὴν Πομπηίου οἰκίαν, ἐρευνῶ, λαφυραγωγῶ, Πλουτ. Καῖσ. 51, πρβλ. Κάμιλλ. 32., 2. 587F. II. [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]], μηχανῶμαι, Δημ. 884. 22., 885. 10., 1116. 8., 1134. 7· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀπατᾶν, δολιεύεσθαι, τὰ ἐν Πελοποννήσῳ ὁ αὐτ. 115. 5· σκ. ὑποκρίσεις, ἐπινοῶ [[μέσον]] [[ὅπως]] κάμω δραματικὴν ἐντύπωσι, Πλούτ. 2. 711Ε. III. ἀμεταβ., σκ. περὶ τὰς νεοττιάς, ἀσχολοῦμαι ἐπιμελῶς εἰς αὐτάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 8· [[ὡσαύτως]] πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ. πρὸς ἀπάτην, ἐπὶ ἀπάτῃ ἐσκευωρημένα Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 131C, 213C, πρβλ. Βίον Κωνστ. 3. 57, -ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. ἐσκαιωρημένα, πρβλ. [[σκαιωρέω]]. 2) ἐνεργῶ πανούργως, Δημ. 217. 16. 3) ἀπολ. [[κλέπτω]] τὰς ἰδέας ἄλλου, [[ἀντιγράφω]] ἄλλων τὰ συγγράμματα, Διογ. Λ. 2. 61,
|lstext='''σκευωρέομαι''': ἀόριστ. ἐσκευωρησάμην Δημ. 1116. 8· πρκμ. ἐσκευώρημαι ὁ αὐτ. 884. 22., 885. 10, καὶ ἀποθ.· ἀλὰ τὸ ἐνεργ. σκευωρέω ἀπαντᾷ παρὰ Φίλωνι 2. 569· καὶ πρκμ. ἐσκευώρημαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Δημ. 1103. 9· ([[σκευωρός]]). Κυρίως, [[ἐπιμέλομαι]] τῶν σκευῶν, [[φροντίζω]] περὶ αὐτῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας, ἐπιθεωρῶ, [[ἐξετάζω]] μετὰ προσοχῆς, τοὺς τάφους Στράβ. 741· σκ., τὴν Πομπηίου οἰκίαν, ἐρευνῶ, λαφυραγωγῶ, Πλουτ. Καῖσ. 51, πρβλ. Κάμιλλ. 32., 2. 587F. II. [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]], μηχανῶμαι, Δημ. 884. 22., 885. 10., 1116. 8., 1134. 7· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀπατᾶν, δολιεύεσθαι, τὰ ἐν Πελοποννήσῳ ὁ αὐτ. 115. 5· σκ. ὑποκρίσεις, ἐπινοῶ [[μέσον]] [[ὅπως]] κάμω δραματικὴν ἐντύπωσι, Πλούτ. 2. 711Ε. III. ἀμεταβ., σκ. περὶ τὰς νεοττιάς, ἀσχολοῦμαι ἐπιμελῶς εἰς αὐτάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 8· [[ὡσαύτως]] πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ. πρὸς ἀπάτην, ἐπὶ ἀπάτῃ ἐσκευωρημένα Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 131C, 213C, πρβλ. Βίον Κωνστ. 3. 57, -ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρ. γραφ. ἐσκαιωρημένα, πρβλ. [[σκαιωρέω]]. 2) ἐνεργῶ πανούργως, Δημ. 217. 16. 3) ἀπολ. [[κλέπτω]] τὰς ἰδέας ἄλλου, [[ἀντιγράφω]] ἄλλων τὰ συγγράμματα, Διογ. Λ. 2. 61,
}}
}}
{{lsm
{{lsm