Anonymous

πρόσημαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "to be" to "to be")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσημαι''': [[κυρίως]] πρκμ. τοῦ προσέζομαι, [[κάθημαι]] ἐπί τινος ἢ πλησίον τινός, [[μετὰ]] δοτ., δώμασιν προσήμεναι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1191· νερτέρᾳ πρ. κώπᾳ [[αὐτόθι]] 1617· βωμοῖσι Σοφ. Ο. Τ. 15· σπανίως μετ’ αἰτ., καρδίαν προσήμενος Αἰσχύλ. Ἀγ. 834 (πρβλ. [[καθίζω]] ΙΙ)· ― [[καθόλου]], εἶμαι ἢ [[κεῖμαι]] πλησίον, νᾶσοι... τᾷδε γᾷ προσήμεναι ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 280. ΙΙ. πολιορκῶ, Λατ. obsidere, πύργοισι Εὐρ. Ρῆσ. 390.
|lstext='''πρόσημαι''': [[κυρίως]] πρκμ. τοῦ προσέζομαι, [[κάθημαι]] ἐπί τινος ἢ πλησίον τινός, μετὰ δοτ., δώμασιν προσήμεναι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1191· νερτέρᾳ πρ. κώπᾳ [[αὐτόθι]] 1617· βωμοῖσι Σοφ. Ο. Τ. 15· σπανίως μετ’ αἰτ., καρδίαν προσήμενος Αἰσχύλ. Ἀγ. 834 (πρβλ. [[καθίζω]] ΙΙ)· ― [[καθόλου]], εἶμαι ἢ [[κεῖμαι]] πλησίον, νᾶσοι... τᾷδε γᾷ προσήμεναι ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 280. ΙΙ. πολιορκῶ, Λατ. obsidere, πύργοισι Εὐρ. Ρῆσ. 390.
}}
}}
{{bailly
{{bailly