Anonymous

προθυμία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προθῡμία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[προθυμία]], [[ζῆλος]], ᾗσι προθυμίησι [ῑ] πεποιθώς, δηλ. [[πρόθυμος]] ὤν, Ἰλ. Β. 588· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀθυμία]], Ξεν. Κύρ. 1. 6, 13 τῶν πέρι καί τινα ἐνάγει πρ. ἀποθνήσκειν Ἡρόδ. 5. 49· προθυμίας οὐδὲν ἐλλείπειν Αἰσχύλ. Πρ. 341· μηδὲν ἀπολείπειν πρ. Πλάτ. Νόμ. 961C· ἀνιέναι τῆς νῦν πρ. Εὐρ. Ἱππ. 285· πρ. ἐμβαλεῖν τινι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 13. κτλ.· πάσῃ προθυμίᾳ, [[μετὰ]] πάσης προθυμίας, προθύμως, Πλάτ. Φαίδων 91C· ― πληθ., τὰς [[ἄγαν]] προθυμίας Εὐρ. Ὀρ. 708. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ., ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης, κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν [[αὐτοῦ]] ἢ παράκλησιν, Ἡρόδ. 6. 65, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1329. κατὰ τὴν τούτου προθυμίην, καθ’ ὅσον προθυμεῖται ἢ ἐπιθυμεῖ [[οὗτος]], Ἡρόδ. 1. 124· τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ, κατὰ τὴν θέλησιν θεοῦ, Εὐρ. Ἴων 1385· ἡ ἐμὴ πρ. Λυσί. 129. 27. 3) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμένου, πᾶσαν πρ. σωτηρίης... παρέχεσθαι Ἡρόδ. 4. 98· πρ,. ἔργου, [[ἑτοιμότης]] πρὸς ἐνέργειαν, ἐπιθυμία ἢ [[ἀπόφασις]] πρὸς ἐνέργειαν, Σοφ. Τρ. 669, πρβ. Εὐρ. Ι. Τ. 616· πρ. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν Πλάτ. Νόμ. 697D, πρβλ. 935D. κτλ. 4) πρ. ἔχειν, = προθυμεῖσθαι Ἡρόδ. 7. 53· μετ’ ἀπαρ., 1. 204, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 684· πᾶσαν πρ. ἔχειν Πλάτ. Πρωτ. 327Β, πρβλ. 361C· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., ἔφη πᾶσαν πρ. σχεῖν δεόμενος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 23D· [[ὡσαύτως]], πρ. ἔχειν [[ὅπως]]... ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 247Α. ΙΙ. [[εὐμενής]], καλὴ [[διάθεσις]], πᾶσαν πρ. παρέχεσθαι ἐπί τινα Ἡρόδ. 7. 6· ἔν τινι 7. 19· εἴς τινα, [[περί]] τινα Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 43, Ἀν. 7. 6, 11., 7. 45· ὑπέρ τινος Δημ. 11. 13· πρ. δεῖξαι Θουκ. 1. 74. ΙΙΙ. [[ἀσέλγεια]], σαρκικὸς [[ὀργασμός]], [[λαγνεία]], Σωρανὸς σ. 262 Dietz.
|lstext='''προθῡμία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[προθυμία]], [[ζῆλος]], ᾗσι προθυμίησι [ῑ] πεποιθώς, δηλ. [[πρόθυμος]] ὤν, Ἰλ. Β. 588· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀθυμία]], Ξεν. Κύρ. 1. 6, 13 τῶν πέρι καί τινα ἐνάγει πρ. ἀποθνήσκειν Ἡρόδ. 5. 49· προθυμίας οὐδὲν ἐλλείπειν Αἰσχύλ. Πρ. 341· μηδὲν ἀπολείπειν πρ. Πλάτ. Νόμ. 961C· ἀνιέναι τῆς νῦν πρ. Εὐρ. Ἱππ. 285· πρ. ἐμβαλεῖν τινι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 13. κτλ.· πάσῃ προθυμίᾳ, μετὰ πάσης προθυμίας, προθύμως, Πλάτ. Φαίδων 91C· ― πληθ., τὰς [[ἄγαν]] προθυμίας Εὐρ. Ὀρ. 708. 2) μετὰ γεν. προσ., ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης, κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν [[αὐτοῦ]] ἢ παράκλησιν, Ἡρόδ. 6. 65, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1329. κατὰ τὴν τούτου προθυμίην, καθ’ ὅσον προθυμεῖται ἢ ἐπιθυμεῖ [[οὗτος]], Ἡρόδ. 1. 124· τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ, κατὰ τὴν θέλησιν θεοῦ, Εὐρ. Ἴων 1385· ἡ ἐμὴ πρ. Λυσί. 129. 27. 3) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, πᾶσαν πρ. σωτηρίης... παρέχεσθαι Ἡρόδ. 4. 98· πρ,. ἔργου, [[ἑτοιμότης]] πρὸς ἐνέργειαν, ἐπιθυμία ἢ [[ἀπόφασις]] πρὸς ἐνέργειαν, Σοφ. Τρ. 669, πρβ. Εὐρ. Ι. Τ. 616· πρ. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν Πλάτ. Νόμ. 697D, πρβλ. 935D. κτλ. 4) πρ. ἔχειν, = προθυμεῖσθαι Ἡρόδ. 7. 53· μετ’ ἀπαρ., 1. 204, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 684· πᾶσαν πρ. ἔχειν Πλάτ. Πρωτ. 327Β, πρβλ. 361C· [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχ., ἔφη πᾶσαν πρ. σχεῖν δεόμενος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 23D· [[ὡσαύτως]], πρ. ἔχειν [[ὅπως]]... ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 247Α. ΙΙ. [[εὐμενής]], καλὴ [[διάθεσις]], πᾶσαν πρ. παρέχεσθαι ἐπί τινα Ἡρόδ. 7. 6· ἔν τινι 7. 19· εἴς τινα, [[περί]] τινα Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 43, Ἀν. 7. 6, 11., 7. 45· ὑπέρ τινος Δημ. 11. 13· πρ. δεῖξαι Θουκ. 1. 74. ΙΙΙ. [[ἀσέλγεια]], σαρκικὸς [[ὀργασμός]], [[λαγνεία]], Σωρανὸς σ. 262 Dietz.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προθῡμία:''' ион. προθῡμίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> желание, стремление: ἐκ τῆς προθυμίης и κατὰ τὴν προθυμίην τινός Her. по чьему-л. желанию; τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ πολεμεῖν Eur. бороться против воли божества;<br /><b class="num">2)</b> готовность, усердие, рвение: πάσῃ προθυμίᾳ Plat. и [[μετὰ]] πάσης προθυμίας NT со всей готовностью, ревностно; ὑπὸ προθυμίας Plat. от (чрезмерного) усердия; μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας Plat. не щадить усилий; [[ᾗσι]] προθυμίῃσι (μῑ!) πεποιθώς Hom. полный рвения; π. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν καὶ μάχεσθαι Plat. готовность к опасному бою; ταῖς προθυμίαις καινοὶ γενόμενοι πρός τι Plut. вновь возгоревшиеся страстью к чему-л.; σιτία μαλακὰς ἐνδιδόντα προθυμίας Plut. не раздражающая пища;<br /><b class="num">3)</b> (благо)склонность, расположение, преданность (ἐπί τινα и ἔν τινι Her., εἴς и περί τινα Xen.; τινός Eur.);<br /><b class="num">4)</b> забота ([[ὑπὲρ]] σωτηρίας τινός Dem.);<br /><b class="num">5)</b> порывистость, взбалмошность ([[σημεῖον]] ἢ εὐηθείας ἢ προθυμίας Arst.).
|elrutext='''προθῡμία:''' ион. προθῡμίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> желание, стремление: ἐκ τῆς προθυμίης и κατὰ τὴν προθυμίην τινός Her. по чьему-л. желанию; τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ πολεμεῖν Eur. бороться против воли божества;<br /><b class="num">2)</b> готовность, усердие, рвение: πάσῃ προθυμίᾳ Plat. и μετὰ πάσης προθυμίας NT со всей готовностью, ревностно; ὑπὸ προθυμίας Plat. от (чрезмерного) усердия; μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας Plat. не щадить усилий; [[ᾗσι]] προθυμίῃσι (μῑ!) πεποιθώς Hom. полный рвения; π. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν καὶ μάχεσθαι Plat. готовность к опасному бою; ταῖς προθυμίαις καινοὶ γενόμενοι πρός τι Plut. вновь возгоревшиеся страстью к чему-л.; σιτία μαλακὰς ἐνδιδόντα προθυμίας Plut. не раздражающая пища;<br /><b class="num">3)</b> (благо)склонность, расположение, преданность (ἐπί τινα и ἔν τινι Her., εἴς и περί τινα Xen.; τινός Eur.);<br /><b class="num">4)</b> забота ([[ὑπὲρ]] σωτηρίας τινός Dem.);<br /><b class="num">5)</b> порывистость, взбалмошность ([[σημεῖον]] ἢ εὐηθείας ἢ προθυμίας Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj