Anonymous

προπροκυλίνδομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προπροκῠλίνδομαι''': Παθ., ἐξακολουθῶ νὰ κυλίωμαι ἔμπροσθέν τινος (ὡς [[ἱκέτης]]), κυλίομαι παρὰ τοὺς πόδας τινός, [[προσπίπτω]] καὶ [[ἱκετεύω]] τινά, [[μετὰ]] γεν., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διὸς Ἰλ. Χ. 221· οὕτω καί, δεῦρ’ ἵκετο πήματα πάσχων πρ. Ὀδ. Ρ. 525, κατὰ τὸν Εὐστ.· ἀλλ’ ἕτεροι σχολιασταί, [[ἐπειδὴ]] ὁ Ὀδυσσεὺς [[οὐδέποτε]] [[οὕτως]] ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, ἑρμηνεύουσι «πλανώμενος, [[μετὰ]] κακοπαθείας ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν φερόμενος».
|lstext='''προπροκῠλίνδομαι''': Παθ., ἐξακολουθῶ νὰ κυλίωμαι ἔμπροσθέν τινος (ὡς [[ἱκέτης]]), κυλίομαι παρὰ τοὺς πόδας τινός, [[προσπίπτω]] καὶ [[ἱκετεύω]] τινά, μετὰ γεν., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διὸς Ἰλ. Χ. 221· οὕτω καί, δεῦρ’ ἵκετο πήματα πάσχων πρ. Ὀδ. Ρ. 525, κατὰ τὸν Εὐστ.· ἀλλ’ ἕτεροι σχολιασταί, [[ἐπειδὴ]] ὁ Ὀδυσσεὺς [[οὐδέποτε]] [[οὕτως]] ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, ἑρμηνεύουσι «πλανώμενος, μετὰ κακοπαθείας ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν φερόμενος».
}}
}}
{{bailly
{{bailly