Anonymous

σαλάκων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰλάκων''': -ωνος, ὁ, [[λέξις]] ἀγνώστου ἐτυμολογίας σημαίνουσα τὸν ματαιόφρονα καὶ μεγάλαυχον, «ξηπασμένος», Ἀριστ. Ρητ. 2. 16, 2, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 3, 9., 3. 6, 2· ― [[ἐντεῦθεν]] σᾰλᾰκωνεία, ἡ, [[ματαιοφροσύνη]], [[ἀλαζονεία]], Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 1. 27, 1· σαλακωνία, ἡ, Ἀλκίφρων 2. 3, Ἀθήν. 691 Ε· ― καὶ σᾰλακωνίζω ἢ -ίζομαι, καὶ σαλακωνεύομαι, [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἀλαζονεύομαι]], «μεγαλοπιάνομαι», Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ.· σεσαλακωνισμένη [[εἶναι]] ἡ πιθανὴ γραφὴ ἐν Meineke Ἕλλ. Κωμικ. 1. 98., 5. 2· καὶ [[διασαλακωνίζω]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1169, [[μετὰ]] παιδιᾶς ἀπὶ τῆς φράσεως: σαλεύειν τὸν πρωκτὸν (ἴδε [[σαλεύω]] ΙΙ. 3 καὶ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ.), πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σαυλοπρωκτιάω]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 126.
|lstext='''σᾰλάκων''': -ωνος, ὁ, [[λέξις]] ἀγνώστου ἐτυμολογίας σημαίνουσα τὸν ματαιόφρονα καὶ μεγάλαυχον, «ξηπασμένος», Ἀριστ. Ρητ. 2. 16, 2, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 3, 9., 3. 6, 2· ― [[ἐντεῦθεν]] σᾰλᾰκωνεία, ἡ, [[ματαιοφροσύνη]], [[ἀλαζονεία]], Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 1. 27, 1· σαλακωνία, ἡ, Ἀλκίφρων 2. 3, Ἀθήν. 691 Ε· ― καὶ σᾰλακωνίζω ἢ -ίζομαι, καὶ σαλακωνεύομαι, [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἀλαζονεύομαι]], «μεγαλοπιάνομαι», Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ.· σεσαλακωνισμένη [[εἶναι]] ἡ πιθανὴ γραφὴ ἐν Meineke Ἕλλ. Κωμικ. 1. 98., 5. 2· καὶ [[διασαλακωνίζω]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1169, μετὰ παιδιᾶς ἀπὶ τῆς φράσεως: σαλεύειν τὸν πρωκτὸν (ἴδε [[σαλεύω]] ΙΙ. 3 καὶ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ.), πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σαυλοπρωκτιάω]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 126.
}}
}}
{{bailly
{{bailly