Anonymous

συρράπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συρράπτω''': μέλλ. –ψω, [[ῥάπτω]] [[ὁμοῦ]], Λατ. consuo, δέρματα νεύρῳ βοὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 542· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 2. 86., 4. 64· ῥαφίδα καὶ [[λίνον]] λαβὼν τὸ [[ῥῆγμα]] σύρραψον τόδε Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 4· ἀτεχνῶς μὲν τῷ ὄντι ξύρραπτε τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων, κάμνε τα νὰ μὴ ὁμιλῶσι, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Ε· ποθεῖ τὰς ἐπιθυμίας συρράψαι ταῖς ἀπολαύσεσι, νὰ τὰς συνάψῃ [[μετὰ]] τῶν ἀπολαύσεων, δηλ. νὰ ἐκπληροῖ αὐτὰς ἀμέσως, Πλούτ. 2. 565D· σ. τὶ [[πρός]] τι Θεμίστ. 252D· Βάκχον μηρῷ συνέρραφεν, δηλ. ὁ Ζεύς, Νόνν. Δ. 7. 152. ΙΙ. μεταφορ., σ. τοιαῦτα, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[πλέκω]] τοιαῦτα, Δίων Κ. 38. 14.
|lstext='''συρράπτω''': μέλλ. –ψω, [[ῥάπτω]] [[ὁμοῦ]], Λατ. consuo, δέρματα νεύρῳ βοὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 542· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 2. 86., 4. 64· ῥαφίδα καὶ [[λίνον]] λαβὼν τὸ [[ῥῆγμα]] σύρραψον τόδε Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 4· ἀτεχνῶς μὲν τῷ ὄντι ξύρραπτε τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων, κάμνε τα νὰ μὴ ὁμιλῶσι, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Ε· ποθεῖ τὰς ἐπιθυμίας συρράψαι ταῖς ἀπολαύσεσι, νὰ τὰς συνάψῃ μετὰ τῶν ἀπολαύσεων, δηλ. νὰ ἐκπληροῖ αὐτὰς ἀμέσως, Πλούτ. 2. 565D· σ. τὶ [[πρός]] τι Θεμίστ. 252D· Βάκχον μηρῷ συνέρραφεν, δηλ. ὁ Ζεύς, Νόνν. Δ. 7. 152. ΙΙ. μεταφορ., σ. τοιαῦτα, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[πλέκω]] τοιαῦτα, Δίων Κ. 38. 14.
}}
}}
{{bailly
{{bailly