Anonymous

τάχος: Difference between revisions

From LSJ
24 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τάχος''': -εος, τό, (τᾰχὺς) [[σπουδή]], ταχεῖα [[κίνησις]], δρομαία [[κίνησις]], καὶ σημαίνει [[κυρίως]] τὸ πρόσκαιρον, ἐν ᾧ τὸ ταχύτης δηλοῖ διαρκῆ ἰδιότητα, ἵπποισι..., οἷσιν [[Ἀθήνη]] νῦν ὤρεξε [[τάχος]] Ἰλ. Ψ. 406, πρβλ. 515· ἀλλὰ [[συχνάκις]] [[ἄνευ]] τοιαύτης διακρίσεως, τ. καὶ βραδύτης Πλάτ. Θεαίτ. 156C, Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 16, κλπ.· ― Πληθ., τὰ πρὸς ἄλληλα ξυμπερανθέντα τάχη Πλάτ. Τίμ. 39D, Νόμ. 893D. 2) τ. φρενῶν, ταχεῖα [[ἔξαψις]] φρενῶν, ταχεῖα [[ἐξέγερσις]] ὀργῆς, τὸ γὰρ [[τάχος]] σου τῶν φρενῶν δέδοικ’, [[ἄναξ]], καὶ τοὐξύθυμον Εὐρ. Βάκχ. 670· ὁ [[χρόνος]] μάθησιν ἀντὶ τοῦ τάχους... δίδωσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 419, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 944C· τ. τῆς ψυχῆς, ταχεῖα [[ἀντίληψις]], [[αὐτόθι]] 689C. ΙΙ. τὸ [[τάχος]] [[πολλάκις]] κεῖται ἐν ἐπιρρ. φράσεσιν ἀντὶ [[ταχέως]], ἀπολ., κατ’ αἰτιατ., Αἰσχύλ. Θήβ. 58, Ἀγ. 945, Εὐμ. 124, Εὐρ., κλπ· [[ὡσαύτως]] κατὰ δοτ., Πλάτ. Τίμ. 36D· ― [[μετὰ]] προθέσεων, ἀπὸ τάχους Ξεν. Ἀν. 2. 5, 7· διὰ τάχους Σοφ. Αἴ. 822, Θουκ. 1. 63. κλπ.· ἐν τάχει Πινδ. Ν. 5. 64, Αἰσχύλ. Πρ. 747, Σοφ. Ο. Κ. 500, Θουκ. 1. 86, κλπ.· εἰς [[τάχος]] Ξεν. Ἱππ. 3, 5, κλπ.· κατὰ [[τάχος]] Ἡρόδ. 1. 124, 152, Θουκ. 1. 73· [[μετὰ]] τάχους Πλάτ. Πρωτ. 332Β· σὺν τάχει Σοφ. Αἴ. 853, Ο. Κ. 885, 904· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ ἐπιτατικῶν ἀναφορικῶν λέξεων, ὡς [[τάχος]], ὡς τὸ ὡς τάχιστα, Ἡρόδ. 5. 106, Αἰσχύλ. Ἀγ. 27. Χο. 889, Ἀριστοφ. Λυσ. 1187· [[οὕτως]], ὅ τι [[τάχος]] Ἡρόδ. 9. 7, Σοφ. Ἀντ. 1323· ὅσον [[τάχος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1373, κλπ.· ᾗ (Δωρ. ᾇ) [[τάχος]] Πινδ. Ο. 6. 39, Θεόκρ. 14. 68· ― [[ὡσαύτως]], ὡς τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]] Ἡρόδ. 8. 107· ὡς εἶχον τάχους Θουκ. 7. 2, πρβλ. 2. 90· πῶς τάχους ἔχει Πλάτ. Γοργ. 451D.
|lstext='''τάχος''': -εος, τό, (τᾰχὺς) [[σπουδή]], ταχεῖα [[κίνησις]], δρομαία [[κίνησις]], καὶ σημαίνει [[κυρίως]] τὸ πρόσκαιρον, ἐν ᾧ τὸ ταχύτης δηλοῖ διαρκῆ ἰδιότητα, ἵπποισι..., οἷσιν [[Ἀθήνη]] νῦν ὤρεξε [[τάχος]] Ἰλ. Ψ. 406, πρβλ. 515· ἀλλὰ [[συχνάκις]] [[ἄνευ]] τοιαύτης διακρίσεως, τ. καὶ βραδύτης Πλάτ. Θεαίτ. 156C, Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 16, κλπ.· ― Πληθ., τὰ πρὸς ἄλληλα ξυμπερανθέντα τάχη Πλάτ. Τίμ. 39D, Νόμ. 893D. 2) τ. φρενῶν, ταχεῖα [[ἔξαψις]] φρενῶν, ταχεῖα [[ἐξέγερσις]] ὀργῆς, τὸ γὰρ [[τάχος]] σου τῶν φρενῶν δέδοικ’, [[ἄναξ]], καὶ τοὐξύθυμον Εὐρ. Βάκχ. 670· ὁ [[χρόνος]] μάθησιν ἀντὶ τοῦ τάχους... δίδωσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 419, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 944C· τ. τῆς ψυχῆς, ταχεῖα [[ἀντίληψις]], [[αὐτόθι]] 689C. ΙΙ. τὸ [[τάχος]] [[πολλάκις]] κεῖται ἐν ἐπιρρ. φράσεσιν ἀντὶ [[ταχέως]], ἀπολ., κατ’ αἰτιατ., Αἰσχύλ. Θήβ. 58, Ἀγ. 945, Εὐμ. 124, Εὐρ., κλπ· [[ὡσαύτως]] κατὰ δοτ., Πλάτ. Τίμ. 36D· ― μετὰ προθέσεων, ἀπὸ τάχους Ξεν. Ἀν. 2. 5, 7· διὰ τάχους Σοφ. Αἴ. 822, Θουκ. 1. 63. κλπ.· ἐν τάχει Πινδ. Ν. 5. 64, Αἰσχύλ. Πρ. 747, Σοφ. Ο. Κ. 500, Θουκ. 1. 86, κλπ.· εἰς [[τάχος]] Ξεν. Ἱππ. 3, 5, κλπ.· κατὰ [[τάχος]] Ἡρόδ. 1. 124, 152, Θουκ. 1. 73· μετὰ τάχους Πλάτ. Πρωτ. 332Β· σὺν τάχει Σοφ. Αἴ. 853, Ο. Κ. 885, 904· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ ἐπιτατικῶν ἀναφορικῶν λέξεων, ὡς [[τάχος]], ὡς τὸ ὡς τάχιστα, Ἡρόδ. 5. 106, Αἰσχύλ. Ἀγ. 27. Χο. 889, Ἀριστοφ. Λυσ. 1187· [[οὕτως]], ὅ τι [[τάχος]] Ἡρόδ. 9. 7, Σοφ. Ἀντ. 1323· ὅσον [[τάχος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1373, κλπ.· ᾗ (Δωρ. ᾇ) [[τάχος]] Πινδ. Ο. 6. 39, Θεόκρ. 14. 68· ― [[ὡσαύτως]], ὡς τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]] Ἡρόδ. 8. 107· ὡς εἶχον τάχους Θουκ. 7. 2, πρβλ. 2. 90· πῶς τάχους ἔχει Πλάτ. Γοργ. 451D.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[ταχύς]]<br /><b>1.</b> [[ταχύτητα]], [[γρηγοράδα]], [[γοργότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εν τάχει»<br />(λόγ. τ.) [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br />β) «όσον [[τάχος]]»<br />(λόγ. τ.) όσο το δυνατόν πιο [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη δοτ.) <i>τάχει</i><br />[[ταχέως]]<br /><b>2.</b> (στην αιτ.) [[τάχος]]<br />[[ταχέως]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «διὰ τάχους» ή «εἰς [[τάχος]]» ή «κατὰ [[τάχος]]» ή «[[μετὰ]] τάχους» ή «σὺν τάχει» — [[ταχέως]], [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br />β) «ὡς [[τάχος]]» ή «ὅ,τι [[τάχος]]» ή «ή [ή δωρ. τ. ᾇ] [[τάχος]]» — όσο το δυνατόν πιο [[γρήγορα]]<br />γ) «[[τάχος]] φρενῶν» — [[ταχεία]] [[έξαψη]] της οργής (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[τάχος]] ψυχῆς» — [[ταχεία]] [[αντίληψη]]» (<b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=το, ΝΜΑ [[ταχύς]]<br /><b>1.</b> [[ταχύτητα]], [[γρηγοράδα]], [[γοργότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εν τάχει»<br />(λόγ. τ.) [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br />β) «όσον [[τάχος]]»<br />(λόγ. τ.) όσο το δυνατόν πιο [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη δοτ.) <i>τάχει</i><br />[[ταχέως]]<br /><b>2.</b> (στην αιτ.) [[τάχος]]<br />[[ταχέως]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «διὰ τάχους» ή «εἰς [[τάχος]]» ή «κατὰ [[τάχος]]» ή «μετὰ τάχους» ή «σὺν τάχει» — [[ταχέως]], [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br />β) «ὡς [[τάχος]]» ή «ὅ,τι [[τάχος]]» ή «ή [ή δωρ. τ. ᾇ] [[τάχος]]» — όσο το δυνατόν πιο [[γρήγορα]]<br />γ) «[[τάχος]] φρενῶν» — [[ταχεία]] [[έξαψη]] της οργής (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[τάχος]] ψυχῆς» — [[ταχεία]] [[αντίληψη]]» (<b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τάχος:''' -εος, τό (τᾰχύς)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γρηγοράδα]], [[ταχύτητα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τάχος]] φρενῶν, γρήγορη [[έξαψη]] θυμού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το [[τάχος]] [[συχνά]] χρησιμοποιειται σε επιρρ. φράσεις αντί [[ταχέως]], απόλ. με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· με προθέσεις, <i>ἀπὸ τάχους</i>, σε Ξεν.· <i>διὰ τάχους</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐν [[τάχει]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰς [[τάχος]], σε Ξεν. κ.λπ.· κατὰ [[τάχος]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[μετὰ]] τάχους, σε Πλάτ.· σὺν [[τάχει]], σε Σοφ.· επίσης, με επιτατικές αναφορικές λέξεις, ὡς [[τάχος]], όπως το ὡς [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, [[ὅτι]] [[τάχος]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[ὅσον]] [[τάχος]], σε Σοφ.· επίσης, ὡς τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]], όσο [[γρήγορα]] μπορούσε ο [[καθένας]], σε Ηρόδ.· ὡς [[εἶχον]] τάχους, σε Θουκ.
|lsmtext='''τάχος:''' -εος, τό (τᾰχύς)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γρηγοράδα]], [[ταχύτητα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τάχος]] φρενῶν, γρήγορη [[έξαψη]] θυμού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> το [[τάχος]] [[συχνά]] χρησιμοποιειται σε επιρρ. φράσεις αντί [[ταχέως]], απόλ. με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· με προθέσεις, <i>ἀπὸ τάχους</i>, σε Ξεν.· <i>διὰ τάχους</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐν [[τάχει]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰς [[τάχος]], σε Ξεν. κ.λπ.· κατὰ [[τάχος]], σε Ηρόδ., Θουκ.· μετὰ τάχους, σε Πλάτ.· σὺν [[τάχει]], σε Σοφ.· επίσης, με επιτατικές αναφορικές λέξεις, ὡς [[τάχος]], όπως το ὡς [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, [[ὅτι]] [[τάχος]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[ὅσον]] [[τάχος]], σε Σοφ.· επίσης, ὡς τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]], όσο [[γρήγορα]] μπορούσε ο [[καθένας]], σε Ηρόδ.· ὡς [[εἶχον]] τάχους, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τάχος:''' <b class="num">II</b> (ᾰ) adv. быстро, поспешно Aesch., Eur.<br />εος (ᾰ) τό скорость, быстрота (τ. καὶ [[βραδύτης]] Plat.): ὡς [[εἶχον]] τάχους Thuc. со всей доступной им поспешностью; διὰ, ἀπὸ и [[μετὰ]] τάχους Thuc., Xen., Plat., ἐν и σὺν [[τάχει]] Pind., Aesch., Soph., Thuc. или εἰς и κατὰ τ. Her., Thuc., Xen. быстро, скоро, поспешно; ὅ τι τ., [[ὅσον]] τ. и ᾗ (дор. ᾇ) τ. Pind., Her., Soph., Eur., Plut. со всей возможной скоростью.
|elrutext='''τάχος:''' <b class="num">II</b> (ᾰ) adv. быстро, поспешно Aesch., Eur.<br />εος (ᾰ) τό скорость, быстрота (τ. καὶ [[βραδύτης]] Plat.): ὡς [[εἶχον]] τάχους Thuc. со всей доступной им поспешностью; διὰ, ἀπὸ и μετὰ τάχους Thuc., Xen., Plat., ἐν и σὺν [[τάχει]] Pind., Aesch., Soph., Thuc. или εἰς и κατὰ τ. Her., Thuc., Xen. быстро, скоро, поспешно; ὅ τι τ., [[ὅσον]] τ. и ᾗ (дор. ᾇ) τ. Pind., Her., Soph., Eur., Plut. со всей возможной скоростью.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τάχος]], ος, εος, τό, [τᾰχύς]<br /><b class="num">I.</b> [[swiftness]], [[speed]], [[fleetness]], [[velocity]], Il., Plat.<br /><b class="num">2.</b> τ. φρενῶν [[quickness]] of [[temper]], [[hastiness]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[τάχος]] is often used in Adverbial phrases for [[ταχέως]], absol. in acc., Aesch., etc.: —with Preps., ἀπὸ τάχους Xen.; διὰ τάχους Soph., etc.; ἐν [[τάχει]] Aesch., etc.; εἰς [[τάχος]] Xen., etc.; κατὰ [[τάχος]] Hdt., Thuc.; [[μετὰ]] τάχους Plat.; σὺν [[τάχει]] Soph.:—also with relatives, ὡς [[τάχος]], like ὡς [[τάχιστα]], Hdt., Aesch.; so, [[ὅ τι]] [[τάχος]] Hdt., Soph.; [[ὅσον]] [[τάχος]] Soph.:—also, ὡς τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]] as [[each]] was off for [[speed]], i. e. as [[quickly]] as they could, Hdt.; ὡς [[εἶχον]] τάχους Thuc.
|mdlsjtxt=[[τάχος]], ος, εος, τό, [τᾰχύς]<br /><b class="num">I.</b> [[swiftness]], [[speed]], [[fleetness]], [[velocity]], Il., Plat.<br /><b class="num">2.</b> τ. φρενῶν [[quickness]] of [[temper]], [[hastiness]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[τάχος]] is often used in Adverbial phrases for [[ταχέως]], absol. in acc., Aesch., etc.: —with Preps., ἀπὸ τάχους Xen.; διὰ τάχους Soph., etc.; ἐν [[τάχει]] Aesch., etc.; εἰς [[τάχος]] Xen., etc.; κατὰ [[τάχος]] Hdt., Thuc.; μετὰ τάχους Plat.; σὺν [[τάχει]] Soph.:—also with relatives, ὡς [[τάχος]], like ὡς [[τάχιστα]], Hdt., Aesch.; so, [[ὅ τι]] [[τάχος]] Hdt., Soph.; [[ὅσον]] [[τάχος]] Soph.:—also, ὡς τάχεος εἶχεν [[ἕκαστος]] as [[each]] was off for [[speed]], i. e. as [[quickly]] as they could, Hdt.; ὡς [[εἶχον]] τάχους Thuc.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese