3,274,175
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πόρπη''': ἡ, ([[πείρω]]) = [[περόνη]], καρφίς, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[περόνη]] | |lstext='''πόρπη''': ἡ, ([[πείρω]]) = [[περόνη]], καρφίς, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[περόνη]] μετὰ κρίκου ἢ θηλυκώματος, «καρφίτσα», [[χρήσιμος]] πρὸς στερέωσιν ἐνδυμάτων ἐπὶ τοῦ σώματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ ὤμου· ἐγένετο [[χρῆσις]] αὐτῆς πρὸς διατρύπησιν ὀφθαλμῶν, Εὐρ. Φοίν. 62, Ἑκάβ. 1170· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., καὶ ἐπὶ τῶν ἐν χρήσει ἐν τῷ γυναικείῳ ἱματισμῷ ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ τῷ τῶν ἀνδρῶν, Ἰλ. Σ. 401, Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 164, Εὐρ. Ἑλ. 318· ἐπὶ καρφίδος τῆς [[κόμης]], Λουκ. περὶ Οἴκου 7. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |