Anonymous

συνεξορμάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεξορμάω''': συμπαρορμῶ, συμπροτρέπω, [[ὅμως]] αὐτοὺς συνεξώρμησαν καὶ συνέπεμψαν Ἰσοκρ. 216C· τινα [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 685Ε· ὁ [[ἥλιος]] καὶ παύει καὶ συνεξορμᾷ τὰ πνεύματα, βοηθεῖ, συντελεῖ καὶ εἰς παῦσιν καὶ εἰς ἐξέγερσιν τῶν ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐξορμῶ, [[ἐξέρχομαι]], ποιῶ ἔξοδον [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 20., 7. 1, 29· ὕλη συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ, ἐκβλαστάνει, φύεται [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] τοῦ σίτου, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 17, 12 καὶ 14· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., Δίων. Κ. 41. 9.
|lstext='''συνεξορμάω''': συμπαρορμῶ, συμπροτρέπω, [[ὅμως]] αὐτοὺς συνεξώρμησαν καὶ συνέπεμψαν Ἰσοκρ. 216C· τινα [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 685Ε· ὁ [[ἥλιος]] καὶ παύει καὶ συνεξορμᾷ τὰ πνεύματα, βοηθεῖ, συντελεῖ καὶ εἰς παῦσιν καὶ εἰς ἐξέγερσιν τῶν ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐξορμῶ, [[ἐξέρχομαι]], ποιῶ ἔξοδον [[ὁμοῦ]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 20., 7. 1, 29· ὕλη συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ, ἐκβλαστάνει, φύεται [[ὁμοῦ]] μετὰ τοῦ σίτου, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 17, 12 καὶ 14· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., Δίων. Κ. 41. 9.
}}
}}
{{bailly
{{bailly