Anonymous

τιμωρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῑμωρέω''': μέσ., μέλλ. -ήσομαι Εὐρ. Ἄλκ. 733, Θουκ.· ἀόρ. ἐτιμωρησάμην Πλάτ. ― Παθ., πρκμ. τετῑμώρημαι Ἡρόδ. 9. 78, Θουκ. 7. 77· ἀλλ. ἐν χρήσει ἐπὶ [[μέσης]] σημασίας, Ἀντιφῶν 122. 3, Λυσί. 110. 10. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 32, καὶ πιθανῶς ἐν Θουκ. 3. 67· ([[τιμωρός]]). Βοηθῶ, ἐπικουρῶ, [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειάν τινος, τινι Ἡρόδ. 1. 141, 152, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 136, κλπ.· ― ἀπολ., [[παρέχω]] βοήθειαν, βοηθῶ, Ἡρόδ. 1. 18. 2) ἐπὶ ἰατρικῆς βοηθείας, τ. τῷ παθήματι, ἀνακουφίζειν τὸ [[νόσημα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, πρβλ. [[τιμωρία]] Ι. 2. ΙΙ. βοηθῶ τινα ἀδικηθέντα, ἐκδικοῦμαι, διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κολάζειν (ἴδε [[τιμωρία]] ΙΙΙ, τινι Ἡρόδ. 1. 103., 144, κτλ· ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 4· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πατρὶ πάντα τιμωρουμένης Σοφ. Ἠλ. 349, πρβλ. 399, Εὐρ. Ἑκ. 749, Ὀρ. 1117, κλπ.· - ἐν πλήρει συντάξει τὸ μὲν [[πρόσωπον]] [[ὑπὲρ]] οὗ ἡ [[ἐκδίκησις]] τίθεται κατὰ δοτ., τὸ δὲ [[πρόσωπον]] καθ’ οὗ ἡ [[ἐκδίκησις]] κατ’ αἰτ., καὶ τὸ [[ἔγκλημα]] διὰ τὸ ὁποῖον γίνεται ἡ [[ἐκδίκησις]] κατὰ γενικ., τιμωρῶ τινι τοῦ παιδὸς τὸν φονέα, ἐκδικῶ τινα διὰ τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ του κολάζων τὸν φονέα, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 8· οὕτω, τούτου θανόντος... τοὺς αὐτοέντας τ., ἐκδικῶ τινα διὰ τὸν θάνατον [[αὐτοῦ]] κολάζων τοὺς φονεῖς, Σοφοκλ. Ο. Τ. 107· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. πράγματ., τιμ. τῷ ἑταίρῳ τὸν φόνον Πλάτ. Ἀπολογ. 28C, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 935· καί, τιμ. ὑπέρ τινος (ἀντὶ τινι), [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν διά τινα, Πλάτ. Νόμ. 907A, Λυσίας 129. 38., 134. 27. - Παθ., [[πάσχω]], τιμωροῦμαι δι’ ἐκδικήσεως, Πλάτ. Γοργ. 525B, D, κλπ.· τετιμωρημένος Λυσί. 172. 35· ἀπροσώπ., τετιμώρηται τῷ Λεωνίδῃ, ἔχει γείνῃ [[ἐκδίκησις]] [[ὑπὲρ]] τοῦ Λεωνίδου, Ἡρόδ. 9. 79· ἐν ᾦ, ἐς... Λεωνίδεα τετιμωρήσεαι, [[δέον]] νὰ ληφθῇ ἐν τῇ ἀπολ. σημασίᾳ τοῦ μέσου, θα λάβῃς ἐκδίκησιν ἐν σχέσει πρὸς τὸν Λεωνίδαν, [[αὐτόθι]] 78. 2) τιμωρῶ τινα, τὸν τιμωρῶ πρὸς ἐκδίκησιν, Σοφ. Ο. Τ. 140, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 427· τινα ὑπέρ τινος Λυσί. 138. 35· - ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 729E· [[ὑπὲρ]] τῶν νόμων [[αὐτόθι]] 907E· - ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] αὕτη [[κυρίως]] ἀνήκει, 3) εἰς τὸν [[μέσον]] τύπον, ἐκδικῶ ἐμαυτὸν τιμωρῶν τινα, ἐκδικοῦμαί τινα, [[κολάζω]] πρὸς ἐκδίκησιν, «τιμωρῶ», τινα Ἡρόδ. 3. 53., 6. 138, Σοφ. Φιλ. 1258, Εὐρ. Ἑκ. 756, 882, Ἀντιφῶν 119. 9, Θουκ. 1. 121, κλπ.· ὡς... οὐχ [[ὅπως]] τιμωρήσαιντο, ἀλλὰ καὶ ἐπαινέσαιντο τὸν Σφοδρίαν Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 34· Ἑαυτὸν τιμωρούμενος, (ὁ ἑαυτὸν βασανίζων) [[ὄνομα]] κωμῳδίας τοῦ Μενάνδρου, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 1, 15· - [[μετὰ]] γεν. πράγματ., τιμωροῦμαί τινά τινος, τιμωρῶ τινα ἐκδικούμενος διά τι [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 3. 145, Εὐρ. Ι. Τ. 558, Λυσί. 106. 2, Πλάτ. Συμπ. 213D, κλπ. - [[ὡσαύτως]], τ. τινὰ [[ἀντί]] τινος Ἡρόδ. 6. 135· [[περί]] τινος Λυσί 139. 36· - σπανιώτερον μετ’ αἰτιατ. πράγματ., εἰ μή σ’ ἀδελφῆς [[αἷμα]] τιμωρήσεται Εὐρ. Ἄλκ. 733· εἰ μή σ’ ἑταίρων φόνον ἐτιμωρησάμην ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 695. β) ἀπολ., ἐκδικῶ ἐμαυτόν, ζητῶ ἐκδίκησιν, Ἡρόδ. 3. 49., 7. 8, 2, Λυσί. 137. 48, Ξενοφ., κλπ.· ταῖς ἐσχάταις τιμωρίαις τ., τιμωρῶ τινα μὲ τὰς μεγίστας τιμωρίας, Πλάτ. Πολ. 579A. τὸ τιμωρησόμενον, ἡ [[πιθανότης]] τῆς ἐκδικήσεως, Δημ. 801. 25· - τὸ [[ἔγκλημα]] [[ἐνίοτε]] ἐκφέρεται δι’ ἐξηρτημένης προτάσεως, τ. εἴ τι... ἠδίκησαν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 6· τ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 3, 30· - [[ὡσαύτως]], τιμωροῦμαι ὑπέρ τινος, τιμωρῶ τινα [[χάριν]] τινός, τοὺς Θρᾷκας ἐπολέμησα καὶ [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος ἐτιμωρούμην μεθ’ ὑμῶν Ξεν. Ἀν. 1. 3, 4.
|lstext='''τῑμωρέω''': μέσ., μέλλ. -ήσομαι Εὐρ. Ἄλκ. 733, Θουκ.· ἀόρ. ἐτιμωρησάμην Πλάτ. ― Παθ., πρκμ. τετῑμώρημαι Ἡρόδ. 9. 78, Θουκ. 7. 77· ἀλλ. ἐν χρήσει ἐπὶ [[μέσης]] σημασίας, Ἀντιφῶν 122. 3, Λυσί. 110. 10. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 32, καὶ πιθανῶς ἐν Θουκ. 3. 67· ([[τιμωρός]]). Βοηθῶ, ἐπικουρῶ, [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειάν τινος, τινι Ἡρόδ. 1. 141, 152, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 136, κλπ.· ― ἀπολ., [[παρέχω]] βοήθειαν, βοηθῶ, Ἡρόδ. 1. 18. 2) ἐπὶ ἰατρικῆς βοηθείας, τ. τῷ παθήματι, ἀνακουφίζειν τὸ [[νόσημα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, πρβλ. [[τιμωρία]] Ι. 2. ΙΙ. βοηθῶ τινα ἀδικηθέντα, ἐκδικοῦμαι, διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κολάζειν (ἴδε [[τιμωρία]] ΙΙΙ, τινι Ἡρόδ. 1. 103., 144, κτλ· ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 4· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πατρὶ πάντα τιμωρουμένης Σοφ. Ἠλ. 349, πρβλ. 399, Εὐρ. Ἑκ. 749, Ὀρ. 1117, κλπ.· - ἐν πλήρει συντάξει τὸ μὲν [[πρόσωπον]] [[ὑπὲρ]] οὗ ἡ [[ἐκδίκησις]] τίθεται κατὰ δοτ., τὸ δὲ [[πρόσωπον]] καθ’ οὗ ἡ [[ἐκδίκησις]] κατ’ αἰτ., καὶ τὸ [[ἔγκλημα]] διὰ τὸ ὁποῖον γίνεται ἡ [[ἐκδίκησις]] κατὰ γενικ., τιμωρῶ τινι τοῦ παιδὸς τὸν φονέα, ἐκδικῶ τινα διὰ τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ του κολάζων τὸν φονέα, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 8· οὕτω, τούτου θανόντος... τοὺς αὐτοέντας τ., ἐκδικῶ τινα διὰ τὸν θάνατον [[αὐτοῦ]] κολάζων τοὺς φονεῖς, Σοφοκλ. Ο. Τ. 107· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. πράγματ., τιμ. τῷ ἑταίρῳ τὸν φόνον Πλάτ. Ἀπολογ. 28C, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 935· καί, τιμ. ὑπέρ τινος (ἀντὶ τινι), [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν διά τινα, Πλάτ. Νόμ. 907A, Λυσίας 129. 38., 134. 27. - Παθ., [[πάσχω]], τιμωροῦμαι δι’ ἐκδικήσεως, Πλάτ. Γοργ. 525B, D, κλπ.· τετιμωρημένος Λυσί. 172. 35· ἀπροσώπ., τετιμώρηται τῷ Λεωνίδῃ, ἔχει γείνῃ [[ἐκδίκησις]] [[ὑπὲρ]] τοῦ Λεωνίδου, Ἡρόδ. 9. 79· ἐν ᾦ, ἐς... Λεωνίδεα τετιμωρήσεαι, [[δέον]] νὰ ληφθῇ ἐν τῇ ἀπολ. σημασίᾳ τοῦ μέσου, θα λάβῃς ἐκδίκησιν ἐν σχέσει πρὸς τὸν Λεωνίδαν, [[αὐτόθι]] 78. 2) τιμωρῶ τινα, τὸν τιμωρῶ πρὸς ἐκδίκησιν, Σοφ. Ο. Τ. 140, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 427· τινα ὑπέρ τινος Λυσί. 138. 35· - ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 729E· [[ὑπὲρ]] τῶν νόμων [[αὐτόθι]] 907E· - ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] αὕτη [[κυρίως]] ἀνήκει, 3) εἰς τὸν [[μέσον]] τύπον, ἐκδικῶ ἐμαυτὸν τιμωρῶν τινα, ἐκδικοῦμαί τινα, [[κολάζω]] πρὸς ἐκδίκησιν, «τιμωρῶ», τινα Ἡρόδ. 3. 53., 6. 138, Σοφ. Φιλ. 1258, Εὐρ. Ἑκ. 756, 882, Ἀντιφῶν 119. 9, Θουκ. 1. 121, κλπ.· ὡς... οὐχ [[ὅπως]] τιμωρήσαιντο, ἀλλὰ καὶ ἐπαινέσαιντο τὸν Σφοδρίαν Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 34· Ἑαυτὸν τιμωρούμενος, (ὁ ἑαυτὸν βασανίζων) [[ὄνομα]] κωμῳδίας τοῦ Μενάνδρου, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 1, 15· - μετὰ γεν. πράγματ., τιμωροῦμαί τινά τινος, τιμωρῶ τινα ἐκδικούμενος διά τι [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 3. 145, Εὐρ. Ι. Τ. 558, Λυσί. 106. 2, Πλάτ. Συμπ. 213D, κλπ. - [[ὡσαύτως]], τ. τινὰ [[ἀντί]] τινος Ἡρόδ. 6. 135· [[περί]] τινος Λυσί 139. 36· - σπανιώτερον μετ’ αἰτιατ. πράγματ., εἰ μή σ’ ἀδελφῆς [[αἷμα]] τιμωρήσεται Εὐρ. Ἄλκ. 733· εἰ μή σ’ ἑταίρων φόνον ἐτιμωρησάμην ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 695. β) ἀπολ., ἐκδικῶ ἐμαυτόν, ζητῶ ἐκδίκησιν, Ἡρόδ. 3. 49., 7. 8, 2, Λυσί. 137. 48, Ξενοφ., κλπ.· ταῖς ἐσχάταις τιμωρίαις τ., τιμωρῶ τινα μὲ τὰς μεγίστας τιμωρίας, Πλάτ. Πολ. 579A. τὸ τιμωρησόμενον, ἡ [[πιθανότης]] τῆς ἐκδικήσεως, Δημ. 801. 25· - τὸ [[ἔγκλημα]] [[ἐνίοτε]] ἐκφέρεται δι’ ἐξηρτημένης προτάσεως, τ. εἴ τι... ἠδίκησαν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 6· τ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 3, 30· - [[ὡσαύτως]], τιμωροῦμαι ὑπέρ τινος, τιμωρῶ τινα [[χάριν]] τινός, τοὺς Θρᾷκας ἐπολέμησα καὶ [[ὑπὲρ]] τῆς Ἑλλάδος ἐτιμωρούμην μεθ’ ὑμῶν Ξεν. Ἀν. 1. 3, 4.
}}
}}
{{bailly
{{bailly