Anonymous

τείνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τείνω''': μέλλ. τενῶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1205, (ἀπο-) Πλάτ., (ἐκ-) Εὐρ. ἀόρ. ἔτεινα Ἰλ., Ἐπικ. τεῖνα Ἰλ. Γ. 261· πρκμ. τέτᾰκα Διον. Ἁλ. κλπ., (ἀπο-) Πλάτ. Γοργ. 465Ε. ― Μέσ. μέλλ. τενοῦμαι (παρα-) Θουκ. 3. 46, (προ-) Δημ. 179. 17· ἀόρ. ἐτεινάμην Ἀπολλ. Ρόδ., Ἀττ. ἐν συνθέτοις: ― Παθ., μέλλ. τᾰθήσομαι (παρα-) Πλάτ. Λυσί. 204C· ἀόρ ἐτάθην [ᾰ] Ἀττ., Ἐπικ. τάθην Ἰλ. Ψ. 375· πρκμ. τέτᾰμαι Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσ. γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. τέτατο, τέταντο Ὀδ. Λ. 11, Ἰλ. Δ. 544· γ΄ δυῐκ. [[τετάσθην]] [[αὐτόθι]] 536. (Ἐκ τῆς √ ΤΑΝ ἢ ΤΕΝ, [[ὅθεν]] καὶ αἱ λ. τάνυμαι, τανύω, τιταίνω, τάσις, τόνος, ταναός, τετανός, τένων, ταινία· πρβλ. Σανσκρ. tan, tan-ômi (extendo), tan-us (tenuis)· Λατ. ten-do, ten-eo, ten-tus, ten-us· Γοτθ. uf-than-jan (ἐκτείνειν)· Ἀρχ. Σκανδ. punnr (thin)· Ἀρχ. Γερμ. dunni (dünn)· Γερμ. denn-en· ὁ Κούρτ. [[ὡσαύτως]] παραβάλλει τὸ Σανσκρ. tan-yatus· Λατιν. ton-o, ton-itru· Γοτθ. don-ar (donner)· Ἀγγλο-Σαξον. thun-jan (thunder)· Ἀναγνωρίζει δὲ ὁ Κούρτ. [[τρεῖς]] κυρίας σημασίας τῆς ῥίζης ταύτης: (1) τὴν τῆς τάσεως, ὡς ἐν τῷ [[τείνω]], κτλ.· (2) τὴν τῆς ἰσχνότητος, ὡς ἐν τοῖς tanus, tenuis, κτλ.· (3) τὴν τοῦ θορύβου ἢ κρότου ὡς ἐν τῷ tonare, κτλ.) Τεντώνω ἰσχυρῶς, [[μετὰ]] δυνάμεως, τεντώνω ὅσον [[δύναμαι]], κυκλοτερὲς μέγα [[τόξον]] ἔτεινεν, ἐτέντωσεν ἐντελῶς, ὅσον ἦτο δυνατόν, Ἰλ. Δ. 124· ἐπ’ Ἀλεξάνδρῳ τείνοντα [[πάλαι]] [[τόξον]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 364· ἐξ ἄντυγος [[ἡνία]] τείνας, δέσας ἰσχυρῶς, τεντωτὰ τὰς ἡνίας ἐκ τῆς ἄντυγος τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Ε. 262· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., [ἱμὰς] ὑπ’ ἀνθερεῶνος... τέτατο, ὁ ἱμὰς ἦτο τεντωμένος, Γ. 372· τελαμῶνε περὶ στήθεσι [[τετάσθην]] Ξ. 404· ἱστία τέτατο, ἦσαν τεντωμένα, τανυσμένα, Ὀδ. Λ. 11· οὕτω, ναὸς [[πόδα]] τείνειν, ἔχειν τεταμένον τὸ [[ἱστίον]], Σοφ. Ἀντ. 716, πρβλ. Ἑλ. 1615, Ἀνθ. Π. παράρτ. 327· ― ἀπολ., μὴ τ. [[ἄγαν]] Σοφ. Ἀντ. 711. ― Μέσ., τείνομαι [[τόξον]], δηλ. τὸ ἴδιόν μου [[τόξον]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1043, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 591. 2) μεταφ., [[τείνω]] εἰς τὸ ἔπακρον, εἰ δὲ [[θεός]] περ ἶσον τείνειε πολέμου τέλους, ἐὰν δὲ [[θεός]] τις καταστήσῃ τὴν μάχην ἰσόρροπον, Ἰλ. Υ. 101· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., τῶν ἐπὶ ἴσα [[μάχη]] τέτατο πτόλεμός τε Μ. 436, Ο. 413, πρβλ. Ἡσ. Θ. 638· τέτατο κρατερὴ [[ὑσμίνη]], ἡ [[μάχη]] ἦτο τεταμένη εἰς τὸ ἔπακρον, σφοδρά, «πεισματώδης», Ἰλ. Ρ. 543· ἵπποισι τάθη [[δρόμος]], τὸ βῆμά των ἐταχύνθη εἰς τὸ ἔπακρον, Ψ. 375· τοῖσι δ’ ἀπὸ νύσσης τέτατο [[δρόμος]], ἐξεκίνησαν μὲ ὅσην ἠδύναντο ταχύτητα ἐκ τοῦ σημείου τῆς ἀναχωρήσεως, Ψ. 758, Ὀδ. Θ. 121· ― [[τείνω]] αὐδάν, [[ἐντείνω]] τὴν φωνήν, ὑψώνω αὐτήν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 574· ― ἐν τῷ παθ., ὁμοίως, προσπαθῶ, [[ἀγωνίζομαι]], [[ἐντείνω]] τὰς δυνάμεις μου, Πινδ. Ι. 1. 70· [[ἀμφί]] τινι ὁ αὐτ. ἐν Π. 11. 82. 3) [[ἐκτείνω]], ἁπλώνω, [[Ζεὺς]] λαίλαπα τείνει Ἰλ. Π. 365· νὺξ τέταται βροτοῖσιν, [[εἶναι]] ἡπλωμένη [[ὑπεράνω]] τῶν θνητῶν, Ὀδ. Λ. 19· ἀὴρ τέταται μακάρων ἐπὶ ἔργοις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 547· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ φωτὸς, τέτατο [[φάος]] Σοφ. Φ. 831, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 616Β· ἐπὶ ἤχου, ἀμφὶ νῶτ’ ἐτάθη [[πάταγος]] Σοφ. Ἀντ. 124· [[ὡσαύτως]], δίκτυα τ. Ξεν. Κύρ. 6. 9, κτλ.· ψυχὴν διὰ παντὸς Πλάτ. Τίμ. 34Β. 4) [[διευθύνω]] [[πρός]] τι [[σημεῖον]], [[σκοπεύω]], [[κυρίως]] ἐκ τοῦ τόξου, τ. τά... ἀμάχητα βέλη ἐπὶ Τροίᾳ Σοφ. Φ. 198· ἀκολούθως, μεταφορ., τ. φόνον εἴς τινα, [[σκοπεύω]], μελετῶ, [[σχεδιάζω]] τὸν θάνατόν τινος, Εὐρ. Ἑκ. 263· (ἀλλὰ τ. φόνον, [[ἐπιμηκύνω]] αὐτόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 672)· τ. λόγον εἴς τινα Πλάτ. Φαίδων 63Α· εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 163Α. ― Παθ., ἡ [[γλῶσσα]] τ. εἴς τινα Εὐρ. Ρῆσ. 875· ἡ [[ἅμιλλα]] πρὸς τοῦτο τ. Πλάτ. Φαῖδρ. 270Ε, πρβλ. Νομ. 770D. τεταμένων εἰς τὴν πόλιν ἐκ τῆς Χώρας τῶν λεωφόρων αὐτόθ. 763D· φλὲψ τετ. ἐκ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17, κλπ. ΙΙ [[ἐκτείνω]] κατὰ [[μῆκος]], τεντώνω, ἁπλώνω, τοποθετῶ κατὰ [[μῆκος]], ζυγὰ ἐπιπολῆς τ. Ἡρόδ. 2. 96. ― Παθ., ἐξαπλώνομαι κατὰ [[μῆκος]], ταθεὶς ἐπὶ γαίῃ Ἰλ. Ν. 655· ἐν κονίῃσι [[τετάσθην]], τέταντο Δ. 536, 544 ταθεὶς ἐνὶ δεσμῷ, κείμενος ἐξηπλωμένος μὲ ἁλύσεις, Ὀδ. Χ. 200· [[φάσγανον]] ὑπὸ λαπάρην τέτατο, ἐκρέματο παρὰ τὸ πλευρὸν του, Ἰλ. Χ. 307· διά... αἰθέρος... τέταται, [[εἶναι]] τεταμένος, Ἐμπεδ. 439, πρβλ. 344· τεταμένος, [[ἐνίοτε]] γίνεται ἁπλοῦν ἐπίθ., = [[μακρός]], αὐχένα... τεταμένον τῇ φύσει, ἐπὶ τῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 5. 2) [[ἐκτείνω]] [[πρός]] τινα, [[προτείνω]], παρουσιάζω, [[προσφέρω]], τινὰ ἐπὶ σφαγὰν Εὐρ. Ὀρ. 1494 ἀσπίδα, [[δόρυ]] Ἀνθ. Π. 7. 147, 720· παρειὴν τῷ ψιμυθίῳ [[αὐτόθι]] 11. 375· τὴν χεῖρά τινι ἢ ἐπί τι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 107, 1049. ― Μέσ., τείνεσθαι χέρε, γυῖα, δειρὴν Θεόκρ. 21. 48, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· [[ὡσαύτως]], τεντώνω, [[ἐκτείνω]] δι’ ἐμαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 704, 1155. 3) [[ἐκτείνω]] [[μηκύνω]], ἐπὶ χρόνου, τ. βίον Αἰσχύλ. Πρ. 539, Εὐρ. Μηδ. 670 αἰῶνα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 625· τείνειν τὸν λόγον, ὡς τὸ μακρὰν τείνειν, Αἰσχύλ. Χο. 510· μακροὺς τ. λόγους Εὐρ. Ἑκ. 1177· μακρὰν ῥῆσιν ἀποτείνοντες Πλάτ. Πολ. 605D· τί [[μάτην]] τείνουσι βοάν, [[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν ὡς τὸ τ. αὐδὰν (ἴδε ἀνωτ. Ι. 2), Εὐρ. Μήδ. 201· ἴδε ἐν λέξ. [[μακράν]], [[ἐκτείνω]]. Β. ἀμεταβ., ἐπὶ γεωγραφικῆς θέσεως, ἐκτείνομαι, παρ’ ἣν (ἐξυπακ. λίμνην) τό... [[οὖρος]] τείνει Ἡρόδ. 2. 6, πρβλ. 3. 5· τὸ πρὸς Λιβύην... [[οὖρος]] [[ἄλλο]] τείνει ὁ αὐτ. 2. 8· τ. [[μέχρι]]... 4. 38 ἐς... 7. 113 ἐπί.. Ξεν. Ἀγησ. 2. 17· ἐπὶ ἐσθῆτος, τ. ὑπὸ σφυροῖσι Εὐρ. Βάκχ. 936 ἐπὶ ὄρους, [[ὑψόθι]] τ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 354· ― ἐπὶ χρόνου, τείνοντα χρόνον, ἐπεκτεινόμενον, μηκυνόμενον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 64· ― σπανίως ἐν τῷ παθ., τὸ [[ὄρος]] τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον Ἡρόδ. 2. 8. ΙΙ. [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]], προσπαθῶ, τ. ἐναντία τινὶ Πλάτ. Πολ. 492D· [[σπεύδω]], οἱ δ’ ἔτεινον ἐς πύλας Εὐρ. Ἱκ. 720· δηλοῖ [[τοὖργον]], ᾗ τ. χρεὼν ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1129· τ. ὥς τινα Ἀριστοφ. Θεσμ. 1205· ἔτεινον ἄνω πρὸς τὸ [[οὖρος]] Ξεν. Ἀν. 4. 3, 21. ΙΙΙ. ἐκτείνομαι, [[φθάνω]] [[μέχρι]] τινός, Λατ. pertinere, ἐπὶ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Θεαίτ. 186C· ἐπὶ πᾶν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 186Β· ἐπὶ τῶν φλεβῶν, ἐκτείνομαι ἀπὸ σημείου τινὸς εἰς ἕτερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 2., 3. 3, 14 κἑξ., κ. ἀλλ· τ. ἐπὶ τόπου Λουκ. Ἰκαρομ. 22· εὐθὺ τόπου ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 4. 2) ἀναφέρομαι, [[ἀνήκω]] εἴς τι, Λατ. spectare ad..., τείνει ἐς σέ, ἀναφέρεται εἰς σέ, εἰς σὲ ἀποβλέπει, Ἡρόδ. 6. 109., 7. 135, Εὐρ. Φοίν. 435, πρβλ. Ἱππ. 797, κτλ.· ποῖ τείνει καὶ εἰς τί; εἰς τί ἀναφέρεται; Πλάτ. Κρίτων 47C· [[μηδαμόσε]] [[ἄλλοσε]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 499Α ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 186C· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 188D, ἐν Πρωτ. 345Β· εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 439Β· ― ὁ [[Πλάτων]] ποιεῖται χρῆσιν τοῦ παθητ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σχεδὸν σημασίας, Φαῖδρ. 270Ε, Πολ. 581Β, κλπ. 3) τείνειν [[πρός]] τινα ἤ τι, πλησιάζειν εἴς τι, ὁμοιάζειν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 169Α, ἐν Κρατύλ. 402C· [[οὕτως]], ἐγγύς τι τείνειν τοῦ θανάτου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 65Α, πρβλ. Πολ. 548D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 57.
|lstext='''τείνω''': μέλλ. τενῶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1205, (ἀπο-) Πλάτ., (ἐκ-) Εὐρ. ἀόρ. ἔτεινα Ἰλ., Ἐπικ. τεῖνα Ἰλ. Γ. 261· πρκμ. τέτᾰκα Διον. Ἁλ. κλπ., (ἀπο-) Πλάτ. Γοργ. 465Ε. ― Μέσ. μέλλ. τενοῦμαι (παρα-) Θουκ. 3. 46, (προ-) Δημ. 179. 17· ἀόρ. ἐτεινάμην Ἀπολλ. Ρόδ., Ἀττ. ἐν συνθέτοις: ― Παθ., μέλλ. τᾰθήσομαι (παρα-) Πλάτ. Λυσί. 204C· ἀόρ ἐτάθην [ᾰ] Ἀττ., Ἐπικ. τάθην Ἰλ. Ψ. 375· πρκμ. τέτᾰμαι Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσ. γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. τέτατο, τέταντο Ὀδ. Λ. 11, Ἰλ. Δ. 544· γ΄ δυῐκ. [[τετάσθην]] [[αὐτόθι]] 536. (Ἐκ τῆς √ ΤΑΝ ἢ ΤΕΝ, [[ὅθεν]] καὶ αἱ λ. τάνυμαι, τανύω, τιταίνω, τάσις, τόνος, ταναός, τετανός, τένων, ταινία· πρβλ. Σανσκρ. tan, tan-ômi (extendo), tan-us (tenuis)· Λατ. ten-do, ten-eo, ten-tus, ten-us· Γοτθ. uf-than-jan (ἐκτείνειν)· Ἀρχ. Σκανδ. punnr (thin)· Ἀρχ. Γερμ. dunni (dünn)· Γερμ. denn-en· ὁ Κούρτ. [[ὡσαύτως]] παραβάλλει τὸ Σανσκρ. tan-yatus· Λατιν. ton-o, ton-itru· Γοτθ. don-ar (donner)· Ἀγγλο-Σαξον. thun-jan (thunder)· Ἀναγνωρίζει δὲ ὁ Κούρτ. [[τρεῖς]] κυρίας σημασίας τῆς ῥίζης ταύτης: (1) τὴν τῆς τάσεως, ὡς ἐν τῷ [[τείνω]], κτλ.· (2) τὴν τῆς ἰσχνότητος, ὡς ἐν τοῖς tanus, tenuis, κτλ.· (3) τὴν τοῦ θορύβου ἢ κρότου ὡς ἐν τῷ tonare, κτλ.) Τεντώνω ἰσχυρῶς, μετὰ δυνάμεως, τεντώνω ὅσον [[δύναμαι]], κυκλοτερὲς μέγα [[τόξον]] ἔτεινεν, ἐτέντωσεν ἐντελῶς, ὅσον ἦτο δυνατόν, Ἰλ. Δ. 124· ἐπ’ Ἀλεξάνδρῳ τείνοντα [[πάλαι]] [[τόξον]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 364· ἐξ ἄντυγος [[ἡνία]] τείνας, δέσας ἰσχυρῶς, τεντωτὰ τὰς ἡνίας ἐκ τῆς ἄντυγος τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Ε. 262· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., [ἱμὰς] ὑπ’ ἀνθερεῶνος... τέτατο, ὁ ἱμὰς ἦτο τεντωμένος, Γ. 372· τελαμῶνε περὶ στήθεσι [[τετάσθην]] Ξ. 404· ἱστία τέτατο, ἦσαν τεντωμένα, τανυσμένα, Ὀδ. Λ. 11· οὕτω, ναὸς [[πόδα]] τείνειν, ἔχειν τεταμένον τὸ [[ἱστίον]], Σοφ. Ἀντ. 716, πρβλ. Ἑλ. 1615, Ἀνθ. Π. παράρτ. 327· ― ἀπολ., μὴ τ. [[ἄγαν]] Σοφ. Ἀντ. 711. ― Μέσ., τείνομαι [[τόξον]], δηλ. τὸ ἴδιόν μου [[τόξον]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1043, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 591. 2) μεταφ., [[τείνω]] εἰς τὸ ἔπακρον, εἰ δὲ [[θεός]] περ ἶσον τείνειε πολέμου τέλους, ἐὰν δὲ [[θεός]] τις καταστήσῃ τὴν μάχην ἰσόρροπον, Ἰλ. Υ. 101· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., τῶν ἐπὶ ἴσα [[μάχη]] τέτατο πτόλεμός τε Μ. 436, Ο. 413, πρβλ. Ἡσ. Θ. 638· τέτατο κρατερὴ [[ὑσμίνη]], ἡ [[μάχη]] ἦτο τεταμένη εἰς τὸ ἔπακρον, σφοδρά, «πεισματώδης», Ἰλ. Ρ. 543· ἵπποισι τάθη [[δρόμος]], τὸ βῆμά των ἐταχύνθη εἰς τὸ ἔπακρον, Ψ. 375· τοῖσι δ’ ἀπὸ νύσσης τέτατο [[δρόμος]], ἐξεκίνησαν μὲ ὅσην ἠδύναντο ταχύτητα ἐκ τοῦ σημείου τῆς ἀναχωρήσεως, Ψ. 758, Ὀδ. Θ. 121· ― [[τείνω]] αὐδάν, [[ἐντείνω]] τὴν φωνήν, ὑψώνω αὐτήν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 574· ― ἐν τῷ παθ., ὁμοίως, προσπαθῶ, [[ἀγωνίζομαι]], [[ἐντείνω]] τὰς δυνάμεις μου, Πινδ. Ι. 1. 70· [[ἀμφί]] τινι ὁ αὐτ. ἐν Π. 11. 82. 3) [[ἐκτείνω]], ἁπλώνω, [[Ζεὺς]] λαίλαπα τείνει Ἰλ. Π. 365· νὺξ τέταται βροτοῖσιν, [[εἶναι]] ἡπλωμένη [[ὑπεράνω]] τῶν θνητῶν, Ὀδ. Λ. 19· ἀὴρ τέταται μακάρων ἐπὶ ἔργοις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 547· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ φωτὸς, τέτατο [[φάος]] Σοφ. Φ. 831, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 616Β· ἐπὶ ἤχου, ἀμφὶ νῶτ’ ἐτάθη [[πάταγος]] Σοφ. Ἀντ. 124· [[ὡσαύτως]], δίκτυα τ. Ξεν. Κύρ. 6. 9, κτλ.· ψυχὴν διὰ παντὸς Πλάτ. Τίμ. 34Β. 4) [[διευθύνω]] [[πρός]] τι [[σημεῖον]], [[σκοπεύω]], [[κυρίως]] ἐκ τοῦ τόξου, τ. τά... ἀμάχητα βέλη ἐπὶ Τροίᾳ Σοφ. Φ. 198· ἀκολούθως, μεταφορ., τ. φόνον εἴς τινα, [[σκοπεύω]], μελετῶ, [[σχεδιάζω]] τὸν θάνατόν τινος, Εὐρ. Ἑκ. 263· (ἀλλὰ τ. φόνον, [[ἐπιμηκύνω]] αὐτόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 672)· τ. λόγον εἴς τινα Πλάτ. Φαίδων 63Α· εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 163Α. ― Παθ., ἡ [[γλῶσσα]] τ. εἴς τινα Εὐρ. Ρῆσ. 875· ἡ [[ἅμιλλα]] πρὸς τοῦτο τ. Πλάτ. Φαῖδρ. 270Ε, πρβλ. Νομ. 770D. τεταμένων εἰς τὴν πόλιν ἐκ τῆς Χώρας τῶν λεωφόρων αὐτόθ. 763D· φλὲψ τετ. ἐκ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17, κλπ. ΙΙ [[ἐκτείνω]] κατὰ [[μῆκος]], τεντώνω, ἁπλώνω, τοποθετῶ κατὰ [[μῆκος]], ζυγὰ ἐπιπολῆς τ. Ἡρόδ. 2. 96. ― Παθ., ἐξαπλώνομαι κατὰ [[μῆκος]], ταθεὶς ἐπὶ γαίῃ Ἰλ. Ν. 655· ἐν κονίῃσι [[τετάσθην]], τέταντο Δ. 536, 544 ταθεὶς ἐνὶ δεσμῷ, κείμενος ἐξηπλωμένος μὲ ἁλύσεις, Ὀδ. Χ. 200· [[φάσγανον]] ὑπὸ λαπάρην τέτατο, ἐκρέματο παρὰ τὸ πλευρὸν του, Ἰλ. Χ. 307· διά... αἰθέρος... τέταται, [[εἶναι]] τεταμένος, Ἐμπεδ. 439, πρβλ. 344· τεταμένος, [[ἐνίοτε]] γίνεται ἁπλοῦν ἐπίθ., = [[μακρός]], αὐχένα... τεταμένον τῇ φύσει, ἐπὶ τῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 5. 2) [[ἐκτείνω]] [[πρός]] τινα, [[προτείνω]], παρουσιάζω, [[προσφέρω]], τινὰ ἐπὶ σφαγὰν Εὐρ. Ὀρ. 1494 ἀσπίδα, [[δόρυ]] Ἀνθ. Π. 7. 147, 720· παρειὴν τῷ ψιμυθίῳ [[αὐτόθι]] 11. 375· τὴν χεῖρά τινι ἢ ἐπί τι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 107, 1049. ― Μέσ., τείνεσθαι χέρε, γυῖα, δειρὴν Θεόκρ. 21. 48, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· [[ὡσαύτως]], τεντώνω, [[ἐκτείνω]] δι’ ἐμαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 704, 1155. 3) [[ἐκτείνω]] [[μηκύνω]], ἐπὶ χρόνου, τ. βίον Αἰσχύλ. Πρ. 539, Εὐρ. Μηδ. 670 αἰῶνα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 625· τείνειν τὸν λόγον, ὡς τὸ μακρὰν τείνειν, Αἰσχύλ. Χο. 510· μακροὺς τ. λόγους Εὐρ. Ἑκ. 1177· μακρὰν ῥῆσιν ἀποτείνοντες Πλάτ. Πολ. 605D· τί [[μάτην]] τείνουσι βοάν, [[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν ὡς τὸ τ. αὐδὰν (ἴδε ἀνωτ. Ι. 2), Εὐρ. Μήδ. 201· ἴδε ἐν λέξ. [[μακράν]], [[ἐκτείνω]]. Β. ἀμεταβ., ἐπὶ γεωγραφικῆς θέσεως, ἐκτείνομαι, παρ’ ἣν (ἐξυπακ. λίμνην) τό... [[οὖρος]] τείνει Ἡρόδ. 2. 6, πρβλ. 3. 5· τὸ πρὸς Λιβύην... [[οὖρος]] [[ἄλλο]] τείνει ὁ αὐτ. 2. 8· τ. [[μέχρι]]... 4. 38 ἐς... 7. 113 ἐπί.. Ξεν. Ἀγησ. 2. 17· ἐπὶ ἐσθῆτος, τ. ὑπὸ σφυροῖσι Εὐρ. Βάκχ. 936 ἐπὶ ὄρους, [[ὑψόθι]] τ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 354· ― ἐπὶ χρόνου, τείνοντα χρόνον, ἐπεκτεινόμενον, μηκυνόμενον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 64· ― σπανίως ἐν τῷ παθ., τὸ [[ὄρος]] τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον Ἡρόδ. 2. 8. ΙΙ. [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]], προσπαθῶ, τ. ἐναντία τινὶ Πλάτ. Πολ. 492D· [[σπεύδω]], οἱ δ’ ἔτεινον ἐς πύλας Εὐρ. Ἱκ. 720· δηλοῖ [[τοὖργον]], ᾗ τ. χρεὼν ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1129· τ. ὥς τινα Ἀριστοφ. Θεσμ. 1205· ἔτεινον ἄνω πρὸς τὸ [[οὖρος]] Ξεν. Ἀν. 4. 3, 21. ΙΙΙ. ἐκτείνομαι, [[φθάνω]] [[μέχρι]] τινός, Λατ. pertinere, ἐπὶ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Θεαίτ. 186C· ἐπὶ πᾶν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 186Β· ἐπὶ τῶν φλεβῶν, ἐκτείνομαι ἀπὸ σημείου τινὸς εἰς ἕτερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 2., 3. 3, 14 κἑξ., κ. ἀλλ· τ. ἐπὶ τόπου Λουκ. Ἰκαρομ. 22· εὐθὺ τόπου ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 4. 2) ἀναφέρομαι, [[ἀνήκω]] εἴς τι, Λατ. spectare ad..., τείνει ἐς σέ, ἀναφέρεται εἰς σέ, εἰς σὲ ἀποβλέπει, Ἡρόδ. 6. 109., 7. 135, Εὐρ. Φοίν. 435, πρβλ. Ἱππ. 797, κτλ.· ποῖ τείνει καὶ εἰς τί; εἰς τί ἀναφέρεται; Πλάτ. Κρίτων 47C· [[μηδαμόσε]] [[ἄλλοσε]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 499Α ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 186C· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 188D, ἐν Πρωτ. 345Β· εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 439Β· ― ὁ [[Πλάτων]] ποιεῖται χρῆσιν τοῦ παθητ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σχεδὸν σημασίας, Φαῖδρ. 270Ε, Πολ. 581Β, κλπ. 3) τείνειν [[πρός]] τινα ἤ τι, πλησιάζειν εἴς τι, ὁμοιάζειν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 169Α, ἐν Κρατύλ. 402C· [[οὕτως]], ἐγγύς τι τείνειν τοῦ θανάτου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 65Α, πρβλ. Πολ. 548D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 57.
}}
}}
{{bailly
{{bailly