3,274,163
edits
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπουδαῖος''': -α, -ον, (σπουδὴ) [[κυρίως]] ὁ | |lstext='''σπουδαῖος''': -α, -ον, (σπουδὴ) [[κυρίως]] ὁ μετὰ σπουδῆς, [[ταχύς]], μόνον παρὰ Πολυδ. Α΄, 197, Γ΄, 149, πρβλ. Πολύαιν. 6. 24, 1· - ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει σημαίνει ἀείποτε δραστηριότητα ἢ ἀπροθυμίαν ἐνεργείας· Ι. ἐπὶ προσώπων, [[σοβαρός]], σπουδαίως φερόμενος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, πρβλ. Συμπ. 8, 3· ἀντίθετον τῷ παίζων, Schäf. εἰς Πλούτ. 4, σ. 409· [[δραστήριος]], [[ἐνεργός]], [[πρόθυμος]] ἐν τῇ ἐνεργείᾳ πρὸς ὑποστήριξίν τινος ἐν ταῖς ἐκλογαῖς, Πλούτ. Αἰμίλ. 1· [[ὅθεν]], 2) [[καλός]], [[χρηστός]], [[ἔξοχος]] εἰς τὸ εἶδός του, Ἡρόδ. 8. 69· ἀλλ’ οὐχὶ συχνὸν [[μέχρι]] τοῦ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ [[φαῦλος]], Πλάτ. Νόμ. 757Α, 814Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 2, 1· σπ. ἀκροατὴς Ἰσοκρ. 289Ε· σπουδ. [[αὐλητής]], ἀλλ’ [[ἄνθρωπος]] μοχθηρὸς Ἀντισθ. παρὰ Πλουτ. ἐν Περ. 1· κιθαριστὴς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 14· [[ἀνδράποδον]] Δημ. 119. 8· σπ. τὴν τέχνην Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ. 817Α. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων ἐχόντων βαρύτητά τινα καὶ σημασίαν, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[ἀγαθός]], [[χρηστός]], ἀντίθετον τῷ [[πονηρός]], ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 19· οἱ σπ. τῶν Λακεδαιμονίων [[αὐτόθι]] 3. 1, 9· σπ. τὰ ἤθη Ἰσοκρ. 2D· τῷ ἀρετὴν ἔχειν σπ. λέγεται Ἀριστ. Κατηγ. 8, 27, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9, 4, 2· καὶ ὁ Ἀριστ. ποιεῖται χρῆσιν τῆς λέξεως εἰς δήλωσιν ἀνδρὸς ἐκτελοῦντος τὰ [[ἑαυτοῦ]] καθήκοντα, [[αὐτόθι]] 5. 3, 3, 6, Πολιτ. 3. 4, 4., 7. 13, 10, κ. ἀλλ.· - οὕτω, σπουδαῖον = ἀγαθόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 9, 6., 5. 10, 1· - καὶ [[καθόλου]], ἐπὶ παντὸς καλοῦ καὶ ἀξιολόγου πράγματος ἢ ποιότητος, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3., 8. 9, 1, Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ [[ἄξιος]] τῆς προσοχῆς τινος, [[ἄξιος]] λόγου, ἔχων βαρύτητα καὶ σημασίαν, Θέογν. 65, 70, 116, κτλ.· τὰ σπουδαιέστερα (-έστατα) τῶν πραγμάτων Ἡρόδ. 1. 8, 133, πρβλ. Ἰσοκρ. 24D· ταῦτά ἐστι σπουδαιότατα Δημ. 701. 4, κτλ.· ἀντίθετον τῷ γελοῖος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 390· γελᾶν ἐπὶ σπουδαίοις Πλάτ. Εὐθύδ. 300Ε. 2) [[πρᾶγμα]] καλὸν εἰς τὸ εἶδός του, ἐξαίρετον, σπ. νομαὶ Ἡροδ. 4. 23· ἡ σπουδαιοτάτη [τῶν ταριχεύσεων], ἡ πολυπλοκωτάτη, ἡ δαπανηροτάτη, ὁ αὐτ. 2. 86· ἰσηγορίη [[χρῆμα]] σπουδαῖον ὁ αὐτ. 5. 48· λόγοι σπ. Πινδ. Π. 4. 235· [[μουσικὴ]] Πλάτ. Νόμ. 668Β· τιμαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519D· σπέρματα Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23· [[δῶρον]] οὐ σπ. εἰς ὄψιν, οὐχὶ καλὸν εἰς τὴν ὄψιν, οὐχὶ ὡραῖον, Σοφ. Ο. Κ. 577· [[τραγῳδία]] σπ. Ἀριστ. Ποιητ. 5. 10· σπ. [[ὑπόδημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 2. 1, 6. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς ἢ ζήλου, μετὰ σπουδαιότητος καὶ σοβαρότητος, [[καλῶς]] προθύμως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Πλάτ. Κρατ. 406Β, κτλ.· - συγκρ. -ότερον, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 20· ὑπερθετ. -ότατα, μετὰ μεγίστης ἐπιμελείας, κάλλιστα, ἄριστα, Ἡρόδ. 2. 86. - Παρὰ τὸ ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. εὑρίσκομεν καὶ ἀνωμάλους τύπους -έστερος, -έστατος, Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἑκαταῖ. παρ’ Εὐστ. 1441. 15. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |