Anonymous

τριήμερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τριήμερος''': -ον, ὁ τριῶν ἡμερῶν, ἔχων ἡλικίαν τριῶν ἡμερῶν, τί διαφέρει ὁ [[τριήμερος]] τοῦ τριγερηνίου; Μᾶρκος Ἀντ. 4. 50 - τριήμερον, τό, [[διάστημα]] χρονικὸν τριῶν ἡμερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, ἐν τέλ. (5. 20, 4). Ἐπίρρ. τριημέρως, τριημέρως βαδίσας ἐπὶ τὸ θανεῖν καὶ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ζῶν ὑποστρέψας Χρον. Πασχάλ. τ. 1, σ. 104, 18.
|lstext='''τριήμερος''': -ον, ὁ τριῶν ἡμερῶν, ἔχων ἡλικίαν τριῶν ἡμερῶν, τί διαφέρει ὁ [[τριήμερος]] τοῦ τριγερηνίου; Μᾶρκος Ἀντ. 4. 50 - τριήμερον, τό, [[διάστημα]] χρονικὸν τριῶν ἡμερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, ἐν τέλ. (5. 20, 4). Ἐπίρρ. τριημέρως, τριημέρως βαδίσας ἐπὶ τὸ θανεῖν καὶ μετὰ [[ταῦτα]] ζῶν ὑποστρέψας Χρον. Πασχάλ. τ. 1, σ. 104, 18.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τριήμερος]], -ον, ΝΜΑ, και [[τρισήμερος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] τριών ημερών («τριήμερο [[βρέφος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[τρεις]] ημέρες (α. «τριήμερη [[αποβολή]] από το [[σχολείο]]» β. «τῇ τριημέρῳ αὐτοῡ ἐγέρσει», Κ. Πορφ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριήμερο</i>(<i>ν</i>)<br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] τριών ημερών («κατὰ τριήμερον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τριήμερος]] [[πυρετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[καλοήθης]] [[ίωση]], οφειλόμενη σε ιό ο [[οποίος]] μεταδίδεται με το [[τσίμπημα]] του εντόμου Phlebotomus pappatasii, που ζει σε σπίτια στις παραμεσόγειες χώρες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τριημέρως]] ΜΑ<br />επί [[τρεις]] ημέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- / <i>τρισ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πενθ</i>-[[ήμερος]]].
|mltxt=-η, -ο / [[τριήμερος]], -ον, ΝΜΑ, και [[τρισήμερος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] τριών ημερών («τριήμερο [[βρέφος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[τρεις]] ημέρες (α. «τριήμερη [[αποβολή]] από το [[σχολείο]]» β. «τῇ τριημέρῳ αὐτοῡ ἐγέρσει», Κ. Πορφ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριήμερο</i>(<i>ν</i>)<br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] τριών ημερών («κατὰ τριήμερον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τριήμερος]] [[πυρετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[καλοήθης]] [[ίωση]], οφειλόμενη σε ιό ο [[οποίος]] μεταδίδεται με το [[τσίμπημα]] του εντόμου Phlebotomus pappatasii, που ζει σε σπίτια στις παραμεσόγειες χώρες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τριημέρως]] ΜΑ<br />επί [[τρεις]] ημέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- / <i>τρισ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πενθ</i>-[[ήμερος]]].
}}
}}