Anonymous

τεχνάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τεχνάζω''': μέλλ. -άσω, τεχνάω, μεταχειρίζομαι τέχνην, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 4, 4, Μεγ. Ἠθικ. 1. 35, 9. ΙΙ. ποιοῦμαι χρῆσιν τεχνασμάτων, φέρομαι [[μετὰ]] πανουργίας ἢ δολίως, μεταχειρίζομαι πανουργίαν ἢ ὑπεκφυγάς, Ἡρόδ. 3. 130., 6. 1· τί [[ταῦτα]] στρέφει τεχνάζεις τε; Ἀριστοφ. Ἀχ. 385, πρβλ. Βατρ. 957· τ. τε καὶ ψεύδεσθαι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 371D, πρβλ. Νόμ. 879Α, κλπ.· τοὺς [[λαγὼς]] θηρῶντες πολλὰ τεχνάζουσιν Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 7· καὶ ἐπὶ τοῦ λαγοῦ, τ. τῇ βαδίσει ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 8, 3· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., τ. ἀπάτην, μεταχειρίζομαι τεχνάσματα πρὸς ἐξαπάτησιν, Πλουτ. Τιμολ. 10· ― μετ’ ἀπαρεμφ., εὐφυῶς ἢ πανούργως μηχανῶμαι νά..., Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 12, Πλουτ. Ἀλκιβ. 19· οὕτω, [[τεχναστέον]] [[ὅπως]] ἄν τι γένοιτο Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 8. 2) Ὁ Ἡρόδ. ποιεῖται χρῆσιν καὶ τοῦ μέσου ἀορ. ἐτεχνασάμην, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, 2. 121, 1· τεχνάζεσθαι [[ὅπως]]... Πλουτ. Καῖσ. 43. 3) Παθ., ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ., ἅμαξαι τετεχνασμέναι [[ὥσπερ]] οἰκήματα, ἐντέχνως κατεσκευασμέναι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291· [[ἐπίνοια]] τετεχν., δεξιῶς ἐπινοηθεῖσα, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 26. ― Περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τεχνάζομαι καὶ [[τεχνάομαι]], ἴδε Φρύνιχ. 477, καὶ Λοβέκ. ἐν τόπῳ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 446.
|lstext='''τεχνάζω''': μέλλ. -άσω, τεχνάω, μεταχειρίζομαι τέχνην, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 4, 4, Μεγ. Ἠθικ. 1. 35, 9. ΙΙ. ποιοῦμαι χρῆσιν τεχνασμάτων, φέρομαι μετὰ πανουργίας ἢ δολίως, μεταχειρίζομαι πανουργίαν ἢ ὑπεκφυγάς, Ἡρόδ. 3. 130., 6. 1· τί [[ταῦτα]] στρέφει τεχνάζεις τε; Ἀριστοφ. Ἀχ. 385, πρβλ. Βατρ. 957· τ. τε καὶ ψεύδεσθαι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 371D, πρβλ. Νόμ. 879Α, κλπ.· τοὺς [[λαγὼς]] θηρῶντες πολλὰ τεχνάζουσιν Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 7· καὶ ἐπὶ τοῦ λαγοῦ, τ. τῇ βαδίσει ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 8, 3· μετὰ συστοίχου αἰτ., τ. ἀπάτην, μεταχειρίζομαι τεχνάσματα πρὸς ἐξαπάτησιν, Πλουτ. Τιμολ. 10· ― μετ’ ἀπαρεμφ., εὐφυῶς ἢ πανούργως μηχανῶμαι νά..., Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 12, Πλουτ. Ἀλκιβ. 19· οὕτω, [[τεχναστέον]] [[ὅπως]] ἄν τι γένοιτο Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 8. 2) Ὁ Ἡρόδ. ποιεῖται χρῆσιν καὶ τοῦ μέσου ἀορ. ἐτεχνασάμην, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, 2. 121, 1· τεχνάζεσθαι [[ὅπως]]... Πλουτ. Καῖσ. 43. 3) Παθ., ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ., ἅμαξαι τετεχνασμέναι [[ὥσπερ]] οἰκήματα, ἐντέχνως κατεσκευασμέναι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291· [[ἐπίνοια]] τετεχν., δεξιῶς ἐπινοηθεῖσα, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 26. ― Περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τεχνάζομαι καὶ [[τεχνάομαι]], ἴδε Φρύνιχ. 477, καὶ Λοβέκ. ἐν τόπῳ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 446.
}}
}}
{{bailly
{{bailly