Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συλάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "stript" to "stripped")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡλάω''': παρατατ. συνῃρ. ἔτι καὶ παρ’ Ἐπικοῖς ἐσύλα, σύλα Ἰλ. Ζ. 28., Δ. 116, Ἰωνικ. γ΄, παρατ. σύλασκε Ἡσ. Ἀσπ. 480 ― Παθητ., μέλλ. συληθήσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 761, καὶ συλήσομαι ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Παυσ. 4. 7, 10. (Ἐκ τοῦ [[σῦλον]], [[σύλη]], ἴδε ἐν λέξ. [[σκῦλον]]). Ἀφαιρῶ, ἀπογυμνῶ, [[μάλιστα]] δὲ ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα φονευθέντος ἐχθροῦ, Ὅμηρ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), Πίνδ. κλπ. ― Σύνταξις: 1) μετ’ αἰτιατικῆς προσώπου καὶ πράγματος, ἀπεκδύω, ἀπογυμνῶ τινα, ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα του (πρβλ. [[σκυλεύω]]), μὴ μιν Ἀχαιοὶ τεύχεα συλήσωσι Ἰλ. Ο. 428., Π. 500· [[ἔπειτα]] δὲ καὶ τὰ (ἐξυπακ. [[ἔναρα]])... νεκροὺς ἄμ [[πεδίον]] συλήσετε Ζ. 71 συλᾷς με κασίγνητον Εὐρ. Ι. Τ. 157· σ. τὴν θεὸν τοὺς στεφάνους Δημ. 616. 19. ― Παθ., μετ’ αἰτ. πράγματος, σκῆπτρα συληθήσεται Αἰσχύλ. Πρ. 761· ταῦτ’ (ἐξυπακ. τὰ τόξα) ἐσυλήθην ἐγὼ Σοφοκλ. Φιλ. 413· λέκτρα συλᾶσθαι βίᾳ Εὐριπ Ι. Α. 1275· συληθεὶς τὰς [[βοῦς]] Ἰσοκρ. 119D· σεσυλήμεθα τὰ ἡμέτερα ὑπὸ τούτων Δημ. 931. 21. 2) μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, ἀπογυμνῶ, ἀπεκδύω τινὰ ἀφαιρῶν τὰ ὅπλα, ἧ τινὰ συλήσων νεκύων Ἰλ. Κ. 343, 387· λαφυραγωγῶ, λεηλατῶ, [[διαρπάζω]], τὰ ἱρά, τοὺς θεούς, κτλ., Ἡρόδ. 6. 101, Πλάτ., κλπ.· θεῶν βρέτη Αἰσχύλ. Πέρσ. 810· νεκρὸν Πλάτ. Πολ. 469D. ― Παθ., συλᾶσθαι βαρβάρων ὕπο Εὐρ. Ἑλ. 600. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, ἀφαιρῶ, [[ὄφρα]] τάχιστα τεύχεα συλήσειε Ἰλ. Δ. 466, κτλ· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] προσδιορισμῶν, ἀπ’ ὤμων τεύχε’ ἐσύλα Ζ. 28, κτλ.· τὰ μὲν [[ἔντε]]’ ἀπὸ [[χροός]]... συλήσας Ν. 640 ― ἀκολούθως, β) [[ἐξάγω]], ἐσύλα [[τόξον]], ἐξῆγε τὸ [[τόξον]] [ἐκ τῆς θήκης του], Ἰλ. Δ. 105 σύλα [[πῶμα]] φαρέτρης, ἀφῄρει τὸ [[σκέπασμα]] ἐκ τῆς φαρέτρας, [[αὐτόθι]] 116· [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας ὁρμῆς ἢ τοῦ αἰφνιδίου, σ. [[κρᾶτα]] Μεδοίσας Πινδ. Π. 12. 28. γ) [[ἀποκομίζω]], [[λαμβάνω]] καὶ [[φεύγω]], τοὺς πολεμίους οὐ συλήσειν αὐτὰ (δηλ. τὰ χρήματα), δὲν θὰ τὰ λάβωσιν ὡς λάφυρον, Ἡρόδ. 5. 36, πρβλ. 9. 116· σ. θεῶν γέρα Αἱσχύλ. Πρ. 83, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 922, Φιλ. 1363· συλ. τῷ λόγῳ τὰ τῶν προγόνων ἔργα Δημ. 422. 7. ― Παθ., σεσυλημένον [[ἄγαλμα]] Ἡρόδ. 6. 118· [[οἴμοι]]· τέκνων μοι μή τι συλᾶται [[βίος]]; Εὐρ. Ἱππ. 799· μεταφ., οὐδὲ συλᾶται [[μελίφρων]] [[ὕπνος]] ἀπὸ βλεφάρων Βακχυλ. Ἀποσπ. 4 [13] 13. 4) μεθ’ Ὅμηρ. μετ’ αἰτιατικῆς προσ. καὶ γεν. πράγματος, τίς σε [[δαίμων]] συλᾷ πάτρας; τίς σε φέρει μακρὰν ἀπὸ τῆς πατρίδος; Εὐρ. Ἑλ. 669. ― Παθ., συλαθεὶς ἀγενείων, ὑπεξελθὼν ἐκ τῆς τάξεως τῶν παιδίων καὶ εἰς τοὺς ἄνδρας χωρήσας, [[ἤτοι]] καταταχθεὶς μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν, Πινδ. Ο. 9. 135. ― Πρβλ. [[συλεύω]], [[συλέω]].
|lstext='''σῡλάω''': παρατατ. συνῃρ. ἔτι καὶ παρ’ Ἐπικοῖς ἐσύλα, σύλα Ἰλ. Ζ. 28., Δ. 116, Ἰωνικ. γ΄, παρατ. σύλασκε Ἡσ. Ἀσπ. 480 ― Παθητ., μέλλ. συληθήσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 761, καὶ συλήσομαι ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Παυσ. 4. 7, 10. (Ἐκ τοῦ [[σῦλον]], [[σύλη]], ἴδε ἐν λέξ. [[σκῦλον]]). Ἀφαιρῶ, ἀπογυμνῶ, [[μάλιστα]] δὲ ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα φονευθέντος ἐχθροῦ, Ὅμηρ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), Πίνδ. κλπ. ― Σύνταξις: 1) μετ’ αἰτιατικῆς προσώπου καὶ πράγματος, ἀπεκδύω, ἀπογυμνῶ τινα, ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα του (πρβλ. [[σκυλεύω]]), μὴ μιν Ἀχαιοὶ τεύχεα συλήσωσι Ἰλ. Ο. 428., Π. 500· [[ἔπειτα]] δὲ καὶ τὰ (ἐξυπακ. [[ἔναρα]])... νεκροὺς ἄμ [[πεδίον]] συλήσετε Ζ. 71 συλᾷς με κασίγνητον Εὐρ. Ι. Τ. 157· σ. τὴν θεὸν τοὺς στεφάνους Δημ. 616. 19. ― Παθ., μετ’ αἰτ. πράγματος, σκῆπτρα συληθήσεται Αἰσχύλ. Πρ. 761· ταῦτ’ (ἐξυπακ. τὰ τόξα) ἐσυλήθην ἐγὼ Σοφοκλ. Φιλ. 413· λέκτρα συλᾶσθαι βίᾳ Εὐριπ Ι. Α. 1275· συληθεὶς τὰς [[βοῦς]] Ἰσοκρ. 119D· σεσυλήμεθα τὰ ἡμέτερα ὑπὸ τούτων Δημ. 931. 21. 2) μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, ἀπογυμνῶ, ἀπεκδύω τινὰ ἀφαιρῶν τὰ ὅπλα, ἧ τινὰ συλήσων νεκύων Ἰλ. Κ. 343, 387· λαφυραγωγῶ, λεηλατῶ, [[διαρπάζω]], τὰ ἱρά, τοὺς θεούς, κτλ., Ἡρόδ. 6. 101, Πλάτ., κλπ.· θεῶν βρέτη Αἰσχύλ. Πέρσ. 810· νεκρὸν Πλάτ. Πολ. 469D. ― Παθ., συλᾶσθαι βαρβάρων ὕπο Εὐρ. Ἑλ. 600. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, ἀφαιρῶ, [[ὄφρα]] τάχιστα τεύχεα συλήσειε Ἰλ. Δ. 466, κτλ· [[συχνάκις]] μετὰ προσδιορισμῶν, ἀπ’ ὤμων τεύχε’ ἐσύλα Ζ. 28, κτλ.· τὰ μὲν [[ἔντε]]’ ἀπὸ [[χροός]]... συλήσας Ν. 640 ― ἀκολούθως, β) [[ἐξάγω]], ἐσύλα [[τόξον]], ἐξῆγε τὸ [[τόξον]] [ἐκ τῆς θήκης του], Ἰλ. Δ. 105 σύλα [[πῶμα]] φαρέτρης, ἀφῄρει τὸ [[σκέπασμα]] ἐκ τῆς φαρέτρας, [[αὐτόθι]] 116· μετὰ τῆς ἐννοίας ὁρμῆς ἢ τοῦ αἰφνιδίου, σ. [[κρᾶτα]] Μεδοίσας Πινδ. Π. 12. 28. γ) [[ἀποκομίζω]], [[λαμβάνω]] καὶ [[φεύγω]], τοὺς πολεμίους οὐ συλήσειν αὐτὰ (δηλ. τὰ χρήματα), δὲν θὰ τὰ λάβωσιν ὡς λάφυρον, Ἡρόδ. 5. 36, πρβλ. 9. 116· σ. θεῶν γέρα Αἱσχύλ. Πρ. 83, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 922, Φιλ. 1363· συλ. τῷ λόγῳ τὰ τῶν προγόνων ἔργα Δημ. 422. 7. ― Παθ., σεσυλημένον [[ἄγαλμα]] Ἡρόδ. 6. 118· [[οἴμοι]]· τέκνων μοι μή τι συλᾶται [[βίος]]; Εὐρ. Ἱππ. 799· μεταφ., οὐδὲ συλᾶται [[μελίφρων]] [[ὕπνος]] ἀπὸ βλεφάρων Βακχυλ. Ἀποσπ. 4 [13] 13. 4) μεθ’ Ὅμηρ. μετ’ αἰτιατικῆς προσ. καὶ γεν. πράγματος, τίς σε [[δαίμων]] συλᾷ πάτρας; τίς σε φέρει μακρὰν ἀπὸ τῆς πατρίδος; Εὐρ. Ἑλ. 669. ― Παθ., συλαθεὶς ἀγενείων, ὑπεξελθὼν ἐκ τῆς τάξεως τῶν παιδίων καὶ εἰς τοὺς ἄνδρας χωρήσας, [[ἤτοι]] καταταχθεὶς μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν, Πινδ. Ο. 9. 135. ― Πρβλ. [[συλεύω]], [[συλέω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly