3,258,334
edits
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φύζα''': (οὐχὶ φῦζα, Ἀρκάδ. 96), ἡ, ἑρμηνεύεται ὡς ἡ | |lstext='''φύζα''': (οὐχὶ φῦζα, Ἀρκάδ. 96), ἡ, ἑρμηνεύεται ὡς ἡ μετὰ δειλίας φυγὴ (Ἀρίσταρχ. ἐν Ἀπολλ. Ὁμ. Λεξ. ἐν λ.), ἡ μετὰ φόβου [[φυγή]], [[φύζα]], φόβου κρυόεντος ἑταίρη Ἰλ. Θ. 2, πρβλ. Ξ. 140· ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· θάνατον καὶ φ. ἑταίρων Ρ 381· Ζεύς... φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Ὀδ. Ξ. 269, πρβλ. Ρ. 438. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |