Anonymous

χέραδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χέρᾰδος''': τό, ἰλύς, [[ἄμμος]] [[μετὰ]] λίθων, λιθάρια καὶ [[συρφετός]], τὰ ὁποῖα καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, [[ἅλις]] [[χέραδος]] περιχεύας, «τῆς ὑπὸ τῶν ποταμῶν ἀθροιζομένης ψάμμου καὶ ξύλων συγκομιδῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 319· πρβλ. [[χερμάδιον]]. - Μεταγεν. γραμμ. ἔγραψαν χεράδος, ὡς γεν. τοῦ χεράς, ἡ· - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ [[ἅλις]], ἀπολ., χωρὶς νὰ συντάσσῃ αὐτὸ [[μετὰ]] γεν.· οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν κριτικῶν [[ὁμοθύμως]] δέχονται [[χέραδος]], ἴδε τὰ ἀρχαῖα σχόλια ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρικ., Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ ὁ Γαλην. ἐν Λεξ. Ἱππ. μνημονεύει ὡς γενικὴν χεράδεως. Οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1123, τὰ Ἀντίγραφα καὶ Σχόλια ἔχουσι [[χέραδος]]· ἐν Πινδ. Π. 6. 13, ὁ Böckh διορθοῖ χεράδει (ἀντὶ χεράδι) ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμ. 808, 44· καὶ ἐν Σαπφ. 114, ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] μὴ κίνη [[χέραδος]] (ἀντὶ μὴ κενή). Διὸ ὁ [[τύπος]] χερὰς πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς [[πλάσμα]] τῶν Γραμματικῶν, ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. (Πιθανῶς συγγενὲς ταῖς λ. [[χερμάδιον]], [[χερμάς]], καὶ τῇ ῥίζῃ χέρρος, [[ξηρός]], [[μετὰ]] τῆς ῥιζικῆς σημασίας τοῦ [[τραχύς]], [[σκληρός]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χέραδος]]· ἡ μετ’ ὀστράκων καὶ λίθων ὕλη», καὶ «χεράδες· αἱ τῶν χειμάρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις».
|lstext='''χέρᾰδος''': τό, ἰλύς, [[ἄμμος]] μετὰ λίθων, λιθάρια καὶ [[συρφετός]], τὰ ὁποῖα καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, [[ἅλις]] [[χέραδος]] περιχεύας, «τῆς ὑπὸ τῶν ποταμῶν ἀθροιζομένης ψάμμου καὶ ξύλων συγκομιδῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 319· πρβλ. [[χερμάδιον]]. - Μεταγεν. γραμμ. ἔγραψαν χεράδος, ὡς γεν. τοῦ χεράς, ἡ· - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ [[ἅλις]], ἀπολ., χωρὶς νὰ συντάσσῃ αὐτὸ μετὰ γεν.· οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν κριτικῶν [[ὁμοθύμως]] δέχονται [[χέραδος]], ἴδε τὰ ἀρχαῖα σχόλια ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρικ., Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ ὁ Γαλην. ἐν Λεξ. Ἱππ. μνημονεύει ὡς γενικὴν χεράδεως. Οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1123, τὰ Ἀντίγραφα καὶ Σχόλια ἔχουσι [[χέραδος]]· ἐν Πινδ. Π. 6. 13, ὁ Böckh διορθοῖ χεράδει (ἀντὶ χεράδι) ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμ. 808, 44· καὶ ἐν Σαπφ. 114, ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] μὴ κίνη [[χέραδος]] (ἀντὶ μὴ κενή). Διὸ ὁ [[τύπος]] χερὰς πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς [[πλάσμα]] τῶν Γραμματικῶν, ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. (Πιθανῶς συγγενὲς ταῖς λ. [[χερμάδιον]], [[χερμάς]], καὶ τῇ ῥίζῃ χέρρος, [[ξηρός]], μετὰ τῆς ῥιζικῆς σημασίας τοῦ [[τραχύς]], [[σκληρός]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χέραδος]]· ἡ μετ’ ὀστράκων καὶ λίθων ὕλη», καὶ «χεράδες· αἱ τῶν χειμάρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις».
}}
}}
{{bailly
{{bailly