Anonymous

ἀκή: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκή''': ἡ, οὐσιαστ. ἀναφερόμενον ὑπὸ Γραμμ. (Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.) [[μετὰ]] τριῶν σημασιῶν. Ι. [[αἰχμή]], (πρβλ. [[ἀκίς]], [[ἄκων]], [[ἄκαινα]], [[ἄκανος]], [[ἀκόνη]], [[ἄκρος]], ὠκύς, τὴν κατάλ. -ήκης, τὴν μετοχ. [[ἀκαχμένος]], [[ὡσαύτως]] [[ἀκωκή]]. Ἴσως δὲ καὶ [[ἀκμή]], [[αἰχμή]], Σανσκρ. açan ([[βέλος]]), âçus ([[ταχύς]]), Ζενδικ. aku ([[ἀκωκή]]), Λατ. acus, acuo, acer, ocior καὶ ἴσ. acies, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. egg-ja (acuo). ΙΙ. [[σιγή]], [[ἡσυχία]], [[σιωπή]], (πρβλ. [[ἀκήν]], [[ἀκέων]], ἀκᾶ, [[ἄκασκα]], [[ἀκασκαῖος]], ἦκα, ἤκιστα, ἤκαλος). ΙΙΙ. [[θεραπεία]], ([[ὁπόθεν]] [[ἀκέομαι]], [[ἴσως]] δὲ καὶ αἰκάλος, [[αἰκάλλω]]), Ἱππ. 853C, 866Β. - Ὁ Κούρτιος ὑποπτεύει ὅτι αἱ σημ. ΙΙ. καὶ ΙΙΙ. ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, [[καθότι]] ἡ κοινὴ ἀμφοτέρων [[ἔννοια]] [[εἶναι]] ἡ τῆς ἡσυχίας, πραότητος ἢ ἡμερότητος.
|lstext='''ἀκή''': ἡ, οὐσιαστ. ἀναφερόμενον ὑπὸ Γραμμ. (Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.) μετὰ τριῶν σημασιῶν. Ι. [[αἰχμή]], (πρβλ. [[ἀκίς]], [[ἄκων]], [[ἄκαινα]], [[ἄκανος]], [[ἀκόνη]], [[ἄκρος]], ὠκύς, τὴν κατάλ. -ήκης, τὴν μετοχ. [[ἀκαχμένος]], [[ὡσαύτως]] [[ἀκωκή]]. Ἴσως δὲ καὶ [[ἀκμή]], [[αἰχμή]], Σανσκρ. açan ([[βέλος]]), âçus ([[ταχύς]]), Ζενδικ. aku ([[ἀκωκή]]), Λατ. acus, acuo, acer, ocior καὶ ἴσ. acies, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. egg-ja (acuo). ΙΙ. [[σιγή]], [[ἡσυχία]], [[σιωπή]], (πρβλ. [[ἀκήν]], [[ἀκέων]], ἀκᾶ, [[ἄκασκα]], [[ἀκασκαῖος]], ἦκα, ἤκιστα, ἤκαλος). ΙΙΙ. [[θεραπεία]], ([[ὁπόθεν]] [[ἀκέομαι]], [[ἴσως]] δὲ καὶ αἰκάλος, [[αἰκάλλω]]), Ἱππ. 853C, 866Β. - Ὁ Κούρτιος ὑποπτεύει ὅτι αἱ σημ. ΙΙ. καὶ ΙΙΙ. ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, [[καθότι]] ἡ κοινὴ ἀμφοτέρων [[ἔννοια]] [[εἶναι]] ἡ τῆς ἡσυχίας, πραότητος ἢ ἡμερότητος.
}}
}}
{{bailly
{{bailly