3,277,637
edits
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμφύω''': μέλλ. -φύσω, [[κάμνω]] νὰ αὐξηθῇ τι [[ὁμοῦ]], συντῆξαι καὶ συμφῦσαι εἰς τὸ αὐτὸ Πλάτ. Συμπ. 192Ε, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 4, 6· τὰ ὁμογενῆ ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολ. 4. 1, 1· σ. τοὺς [[ἄνωθεν]] ὀδόντας, φύω αὐτοὺς [[ὁμοῦ]], «βγάζω» [[ὁμοῦ]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16· σ. τινὰς εἰς φιλότητα, ἑνώνω, [[συνάπτω]], Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β. ΙΙ. Παθ., | |lstext='''συμφύω''': μέλλ. -φύσω, [[κάμνω]] νὰ αὐξηθῇ τι [[ὁμοῦ]], συντῆξαι καὶ συμφῦσαι εἰς τὸ αὐτὸ Πλάτ. Συμπ. 192Ε, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 4, 6· τὰ ὁμογενῆ ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολ. 4. 1, 1· σ. τοὺς [[ἄνωθεν]] ὀδόντας, φύω αὐτοὺς [[ὁμοῦ]], «βγάζω» [[ὁμοῦ]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16· σ. τινὰς εἰς φιλότητα, ἑνώνω, [[συνάπτω]], Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β. ΙΙ. Παθ., μετὰ ἐνεργ. πρκμ. συμπέφῡκα, ἀόρ. β΄ συνέφῡν· [[ὡσαύτως]] συνεφύην Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 3, Πλούτ., κλπ.: μέλλ. συμφυήσομαι Γεωπ.· ― αὐξάνομαι, φύομαι [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Συμπ. 191Α, Τίμ. 76Ε, Ξεν., κλπ.· ἐπὶ ὀστῶν συνάπτομαι, [[συνδέομαι]] στενῶς, οὐσιωδῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791 σ. ψυχὴ καὶ [[σῶμα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 264D· ἐπὶ πολιτικοῦ συστήματος ἢ πολιτεύματος, Πολύβ. 4. 32, 9. 2) αὐξάνομαι [[ὁμοῦ]], συγκλείομαι, [[οἷον]] ἐπὶ τραύματος, Ἱππ. Ἀφ. 1257 ἐπὶ τοῦ στομίου τῆς μήτρας καὶ ἄλλων ἀνοιγμάτων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4, 4, πρβλ. 2. 7. 3) φύεται [[ὁμοῦ]], οὐ τῷ τυχόντι συμφύεται τὸ τυχὸν Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2· σ. ἀλλήλοις, φύομαι εἰς ἓν μετ’ ἄλλου, Πλάτ. Πολιτ. 588C· οὕτω, σ. εἰς ἕν, εἰς ταὐτὸ [[αὐτόθι]] 503Β· σ. [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 924Ε· σ. τοῖς χωρίοις, εἶμαι προσκεκολλημένος εἰς τὸν τόπον, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 27. 4) εἶμαι [[σύμφυτος]], [[συμφυής]], μετά τινος, [τὰ ἔντομα] πολλοῖς ζῴοις σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2· αὐξάνομαι μετά τινος, καθίσταμαι φυσικὸς καὶ [[ἀχώριστος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7, 3, 8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |