3,274,754
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωλεός''': ὁ, | |lstext='''φωλεός''': ὁ, μετὰ ἑτερογενοῦς πληθ. [[φωλεά]], Νικ. παρ’ Ἀθην. 92D, Ἐπικ. δοτ. φωλειοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Θηρ. 69 ― ὀπή, [[σπήλαιον]], [[κατοικία]] ζῴου, [[μάλιστα]] δὲ [[σπήλαιον]] χρησιμεῦον ὡς [[κατοικία]] τῆς ἄρκτου, ἐν ᾧ διαμένει ἐν νάρκῃ κατὰ τὸν χειμῶνα, Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 169Ε· ἐπὶ λεόντων, Βαβρ. 106. 3· ἐπὶ τῆς φωλεᾶς τοῦ ποντικοῦ, Πυθαγ. 108. 2· τῶν [[μαλακίων]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 28· τῶν ὄφεων, Λουκ. Φιλοψ. 11· τῶν ἀλωπέκων, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. η΄, 20, κατὰ Λουκ. Θ΄, 58· τῶν Τρωγλοδυτῶν, Στράβ. 506. πρβλ. Λουκ. περὶ Ἀληθοῦς Ἱστ. 1. 37, κλπ.· ― πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ ἴδε [[φωλάς]], [[φωλεύω]]. ΙΙ. Ἰων. λέξ. σημαίνουσα [[διδασκαλεῖον]], Ἡσύχ. ― Παρὰ Βυζ. [[ὡσαύτως]] φώλευμα, τό. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |