Anonymous

ἀνακηκίω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακηκίω''': ἀναφέρομαι, ἀναβλύζω, [[ἐκρέω]], ἐξορμῶ, ἀνεκήκιεν [[αἷμα]], «ἀνίει» (Σχολ.), Ἰλ. Η. 262· ἀνακηκίει ἱδρὼς Ν. 705· πέτρης = ἐκ πέτρης, Ἀπολλ. Ῥόδ. Γ. 227. 2) σπάν. παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀναβράζω, [[καχλάζω]], πάλλομαι [[μετὰ]] σφοδρότητος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. ἐνεργητικῶς, [[κάμνω]] τι νὰ ἀναβλύσῃ, νὰ ἐξορμήσῃ, [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὅρα Wellauer Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 600. [ῐ Ἐπ., πρβλ. [[κηκίω]]].
|lstext='''ἀνακηκίω''': ἀναφέρομαι, ἀναβλύζω, [[ἐκρέω]], ἐξορμῶ, ἀνεκήκιεν [[αἷμα]], «ἀνίει» (Σχολ.), Ἰλ. Η. 262· ἀνακηκίει ἱδρὼς Ν. 705· πέτρης = ἐκ πέτρης, Ἀπολλ. Ῥόδ. Γ. 227. 2) σπάν. παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀναβράζω, [[καχλάζω]], πάλλομαι μετὰ σφοδρότητος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. ἐνεργητικῶς, [[κάμνω]] τι νὰ ἀναβλύσῃ, νὰ ἐξορμήσῃ, [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὅρα Wellauer Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 600. [ῐ Ἐπ., πρβλ. [[κηκίω]]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly