Anonymous

ἀναδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναδίδωμι''': ποιητ. ἀνδίδωμι: μέλλ. -δώσω, κτλ.: (ἴδε [[δίδωμι]])· δίδω πρὸς τὰ [[ἐπάνω]], κρατῶ τι ὑψηλὰ καὶ δίδω, Πινδ. Ι. 6. (5) 57, Ξεν. Συμπ. 2, 8. ΙΙ. [[παράγω]], ἀναδίδω, ἰδίως ἐπὶ τῆς γῆς, [[φέρω]], καρπὸν Ἡρόδ. 7. 15, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 288· τὰ ὡραῖα Θουκ. 3. 58, κτλ.· καὶ παθ. αὐξάνομαι, ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. περὶ ἱδρώτων, 10. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἀναδιδόναι ἄσφαλτον Ἡρόδ. 1. 197· ἐπὶ ἡφαιστείου, ἀν. πῦρ καὶ καπνὸν Θουκ. 3. 88, κτλ.· ἀν. εὐωδίαν Πλούτ. 2. 645Ε, πρβλ. 918Β. 3) ἀμετάβ. ἐπὶ πηγῶν ὕδατος, [[πυρός]], κτλ., ἐξορμῶ, [[ἐξέρχομαι]], Ἡρόδ. 7. 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 28· πρβλ. [[ἐκδίδωμι]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[διανέμω]] ὁλόγυρα, διαμοιράζω, [[παρέχω]], [[προβάλλω]] εἰς συνδιάσκεψιν, [[διαβούλιον]] τοῖς φίλοις Πολύβ. 5. 58, 2, πρβλ. 8. 17, 2· τοῖς λόχοις τὰς ψήφους Διον. Ἁλ. 10. 57, Πλούτ., κτλ.· φήμην ἀνέδωκε διέδωκε, Πλουτ. Αἰμίλ. 25: - Παθ., διαδίδομαι, διανέμομαι, [[μεταβαίνω]], Ἰατρ. καὶ ἐπὶ τροφῆς, χωνεύομαι, [[αὐτόθι]] (τὸ ἐνεργ. ὡσαύτ. ἀμετάβ., [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς σημασ., [[αὐτόθι]]). IV. δίδω [[ὀπίσω]], [[ἐπιστρέφω]], ἀποδίδω, Πινδ. Ἀποσπ. 4, κατὰ γ΄ ἑν. ἀνδιδοῖ ψυχὰς [[πάλιν]]· οὕτω δὲ καὶ τὸ ἀνδώσειν (ἐὰν μείνῃ ἡ γραφὴ) πρέπει νὰ ληφθῇ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1076· ὁ Bücheler καὶ ὁ Jebb διώρθωσαν ἀντάσειν· ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. - Μέσ., πωλῶ (ἐκτὸς ἐὰν ἀναγνώσωμεν ἀποδύσθαι) Ἀριστ. Ἀποσπ. 517. 2) παρὰ Γραμμ., ἀν. τὸν τόνον, [[ἀναβιβάζω]] τὸν τόνον, Schäf. Γρηγ. Κορ. 411. 3) ἀμετάβ., πορεύομαι ὀπισθοβατικῶς, ὀπισθοχωρῶ, ἀντίθ. τῷ ἐπιδίδωμι, Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3.
|lstext='''ἀναδίδωμι''': ποιητ. ἀνδίδωμι: μέλλ. -δώσω, κτλ.: (ἴδε [[δίδωμι]])· δίδω πρὸς τὰ [[ἐπάνω]], κρατῶ τι ὑψηλὰ καὶ δίδω, Πινδ. Ι. 6. (5) 57, Ξεν. Συμπ. 2, 8. ΙΙ. [[παράγω]], ἀναδίδω, ἰδίως ἐπὶ τῆς γῆς, [[φέρω]], καρπὸν Ἡρόδ. 7. 15, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 288· τὰ ὡραῖα Θουκ. 3. 58, κτλ.· καὶ παθ. αὐξάνομαι, ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. περὶ ἱδρώτων, 10. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἀναδιδόναι ἄσφαλτον Ἡρόδ. 1. 197· ἐπὶ ἡφαιστείου, ἀν. πῦρ καὶ καπνὸν Θουκ. 3. 88, κτλ.· ἀν. εὐωδίαν Πλούτ. 2. 645Ε, πρβλ. 918Β. 3) ἀμετάβ. ἐπὶ πηγῶν ὕδατος, [[πυρός]], κτλ., ἐξορμῶ, [[ἐξέρχομαι]], Ἡρόδ. 7. 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 28· πρβλ. [[ἐκδίδωμι]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[διανέμω]] ὁλόγυρα, διαμοιράζω, [[παρέχω]], [[προβάλλω]] εἰς συνδιάσκεψιν, [[διαβούλιον]] τοῖς φίλοις Πολύβ. 5. 58, 2, πρβλ. 8. 17, 2· τοῖς λόχοις τὰς ψήφους Διον. Ἁλ. 10. 57, Πλούτ., κτλ.· φήμην ἀνέδωκε διέδωκε, Πλουτ. Αἰμίλ. 25: - Παθ., διαδίδομαι, διανέμομαι, [[μεταβαίνω]], Ἰατρ. καὶ ἐπὶ τροφῆς, χωνεύομαι, [[αὐτόθι]] (τὸ ἐνεργ. ὡσαύτ. ἀμετάβ., μετὰ τῆς αὐτῆς σημασ., [[αὐτόθι]]). IV. δίδω [[ὀπίσω]], [[ἐπιστρέφω]], ἀποδίδω, Πινδ. Ἀποσπ. 4, κατὰ γ΄ ἑν. ἀνδιδοῖ ψυχὰς [[πάλιν]]· οὕτω δὲ καὶ τὸ ἀνδώσειν (ἐὰν μείνῃ ἡ γραφὴ) πρέπει νὰ ληφθῇ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1076· ὁ Bücheler καὶ ὁ Jebb διώρθωσαν ἀντάσειν· ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. - Μέσ., πωλῶ (ἐκτὸς ἐὰν ἀναγνώσωμεν ἀποδύσθαι) Ἀριστ. Ἀποσπ. 517. 2) παρὰ Γραμμ., ἀν. τὸν τόνον, [[ἀναβιβάζω]] τὸν τόνον, Schäf. Γρηγ. Κορ. 411. 3) ἀμετάβ., πορεύομαι ὀπισθοβατικῶς, ὀπισθοχωρῶ, ἀντίθ. τῷ ἐπιδίδωμι, Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly