3,253,894
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῑμός''': ὁ, | |lstext='''φῑμός''': ὁ, μετὰ ἑτερογενοῦς πληθ. φῑμά, Ἀνθ. Παλατ. 6. 312· ― πᾶν [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ κλείεται τὸ [[στόμα]]: Ι. ὡς τὸ [[κημός]], [[φίμωτρον]], δι’ οὗ οἱ κύνες κωλύονται τοῦ δάκνειν, οἱ μόσχοι τοῦ θηλάζειν, Λατ. capistrum, fiscella, φιμ. περιθεῖναί τινι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 22, πρβλ. Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. τὸ ἐπὶ τῆς ῥινὸς στηριζόμενον [[μέρος]] τοῦ χαλινοῦ ἵππου, [[ὅπερ]] (ὡς φαίνεται) εἶχεν [[ἐνίοτε]] καὶ αὐλούς, δι’ ὧν ἡ πνοὴ τοῦ ἵππου διερχομένη παρῆγε συριστικόν τινα ἦχον· ἦτο δὲ τοῦτο βαρβαρικόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 463· πώλους... φιμοῖσιν αὐλητοῖσιν ἐστομωμένους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ποτηρίου χρησιμεύοντος ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν κύβων, Λατ. fritillus, Αἰσχίνης 9. 9, Δίφιλος ἐν «Συνωρίδι» 4, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 203, Ι΄, 150. (Πιθ. σχετίζεται πρὸς τὰς λέξ. [[σφίγγω]], [[σφιγμός]], ὡς ὑποδηλοῦται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 795. 21, πρβλ. Curt. 157. [ι μακρὸν πλὴν παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Πλανούδ.] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |