3,274,198
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμείνων''': -ον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ [[ἀγαθός]], = καλλίτερος (ἴδε ἐν τέλ.): Ι. ἐπὶ προσώπ., ἱκανώτερος, εὐρωστότερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ. κτλ.: οἱ ἀμείνονες, οἱ καλλίτεροι, ἀξιώτεροι, Λατ. optimates, Πλάτ. Νόμ. 627Α: ἴδε ἐν λέξ. [[ἀγαθός]]. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καλλίτερος, ἁρμοδιώτερος, Ἰλ. Α. 116, 274, Γ. 11· μέγ’ ἀμ. Ἰλ. Χ. 158, κτλ.: πολλὸν ἀμ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 19: μετ’ αἰτ. ἢ ἀπαρεμφ. [[ἀμείνων]] παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι Ἰλ. Ο. 641, πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 443. Αἰσχύλ. Πρ. 335, κτλ. 2) ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]], ἄμεινόν [ἐστι], [[εἶναι]] καλλίτερον ἢ [[ἁπλῶς]], [[εἶναι]] καλόν: μετ’ ἀπαρεμφ. [[ἐπεὶ]] πείθεσθαι ἄμεινον Ἰλ. Α. 274. οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., ἢ, ἄμεινόν ἐστι ἢ γίγνεταί τινι | |lstext='''ἀμείνων''': -ον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ [[ἀγαθός]], = καλλίτερος (ἴδε ἐν τέλ.): Ι. ἐπὶ προσώπ., ἱκανώτερος, εὐρωστότερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ. κτλ.: οἱ ἀμείνονες, οἱ καλλίτεροι, ἀξιώτεροι, Λατ. optimates, Πλάτ. Νόμ. 627Α: ἴδε ἐν λέξ. [[ἀγαθός]]. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καλλίτερος, ἁρμοδιώτερος, Ἰλ. Α. 116, 274, Γ. 11· μέγ’ ἀμ. Ἰλ. Χ. 158, κτλ.: πολλὸν ἀμ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 19: μετ’ αἰτ. ἢ ἀπαρεμφ. [[ἀμείνων]] παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι Ἰλ. Ο. 641, πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 443. Αἰσχύλ. Πρ. 335, κτλ. 2) ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]], ἄμεινόν [ἐστι], [[εἶναι]] καλλίτερον ἢ [[ἁπλῶς]], [[εἶναι]] καλόν: μετ’ ἀπαρεμφ. [[ἐπεὶ]] πείθεσθαι ἄμεινον Ἰλ. Α. 274. οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., ἢ, ἄμεινόν ἐστι ἢ γίγνεταί τινι μετὰ μετοχῆς εἴ σφι ἄμεινον γίνεται τιμωρέουσι, ἂν [[εἶναι]] καλὸν δι’ αὐτοὺς νὰ βοηθήσωσι, Ἡροδ. 7. 169, πρβλ. Θουκ. 1. 118., 6. 9: - οὕτω καὶ ἀπολ. εἰ τό γ’ ἄμεινον Ἰλ. Α.116, Ἡρόδ. 1. 187· βουλοίμην... εἴ τι ἄμεινον καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοὶ Πλάτ. Ἀπολ. 19Α· [[συχν]]. μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ἄμεινον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν (Ὀδ. Η. 159)· οὐ μέντοι τόδε [[κάλλιον]] οὐδὲ ἔοικε Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 750, Ἡρόδ. 1.187· εἰρήσεται γάρ, εἴτ’ ἄμεινον [[εἴτε]] μή, Δημ. 578. 12. 3) οὐδ. ὡς ἐπίρρ. ἄμ. πρήσσειν, «ζῶ ἢ περνῶ» καλλίτερα, Ἡρόδ. 4.156, κἑξ. κτλ.: [[οὕτως]], ἔστι τινὶ ἐπὶ τὸ ἄμεινον, Ψήφ. παρ’ Ἀνδοκ. 10. 35, πρβλ. μαντείαν παρὰ Δημ. 1072. 15: [[ὡσαύτως]], τὰ ἀμείνω φρονεῖν, συγκαταλέγεσθαι μετὰ τῆς καλῆς μερίδος (τῶν Ἑλλήνων), Ἡρόδ. 7.145· τοῖσι τὰ ἀμ. [[ἐάνδανε]] ὁ αὐτ. 9.19. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀμεινόνως εὕρηται ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 321. IV. ἕτερον συγκριτικὸν ἀμεινότερος, α, ον, ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ [[ἀμείνων]] ἀπαντᾷ παρὰ Μιμνέρμ. 13. 9, καὶ παρ’ Ἀνων. ἐν Φίλων: 2. 500. [Ἡ ἀρχικὴ [[ῥίζα]] [[ἴσως]] διετηρήθη ἑν τῷ παλαιῷ Λατ. manus = (bonus), [[ὁπόθεν]] τὸ mane (= ἐγκαίρως), Mānes (ἀγαθὰ πνεύματα, αἱ σκιαὶ τῶν τεθνεώτων), im-mānis]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |