Anonymous

τέρσομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τέρσομαι''': Παθ., μετ’ ἀπαρ. ἀορ. τερσῆναι, τερσήμεναι, [[ὥσπερ]] ἐξ ὁριστ. ἐτέρσην. (Ἐκ τῆς √ΤΕΡΣ ἢ ΤΡΑΣ παράγονται καὶ τὰ τρασιά, τερσιά, ταρσός, πρβλ. Σανσκρ. tṛṣ, tṛṣ-yâmi ([[sitio]]), tarsh-as (sitis)· Λατ. torr-eo, torr-ens, tos-tus· Γοτθ. thaurs-ja ([[διψάω]] = Ἀγγλ. [[thirst]])· Ἀρχ. Γερμαν. darr-u (torr-o, Ἀγγλ. [[dry]], [[ξηρός]])· - πρβλ. καὶ [[θέρος]], [[θερμός]]). Εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ξηρός]], ξηραίνομαι, [[ἕλκος]] ἐτέρσετο παύσατο δ’ [[αἷμα]], τὸ [[ἕλκος]] ἐστέγνωσε καὶ τὸ [[αἷμα]] ἔπαυσε νὰ ῥέῃ, Ἰλ. Λ. 267, 848· [[οὐδέ]] μοι [[αἷμα]] τερσῆναι δύναται Π. 519 θ?ιλόπεδον τέρσεται ἠελίῳ, ἡ πεδιὰς γίνεται [[κατάξηρος]] ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Ὀδ. Η. 124· εἵματα δ’ ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ Ζ. 98· [[μετὰ]] γεν., [[οὐδέ]] ποτ’ [[ὄσσε]] δακρυόφιν τέρσοντο, [[οὐδέποτε]] ἐστέγνωναν τὰ ’μάτια της ἀπὸ τὰ δάκρυα, Ε. 152. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ πρῶτον παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. (ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ τερσαίνω), μέλλ. τέρσει ([[ὥσπερ]] ἐξ ἐνεστ. τέρρω), Θεόκρ. 22. 63· ἀόρ. προστ. τέρσον, ἀπαρ. τέρσαι, Νικ. Θηρ. 96, 693, 709. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον ἐτέρρατο· ἐξηράνθη.
|lstext='''τέρσομαι''': Παθ., μετ’ ἀπαρ. ἀορ. τερσῆναι, τερσήμεναι, [[ὥσπερ]] ἐξ ὁριστ. ἐτέρσην. (Ἐκ τῆς √ΤΕΡΣ ἢ ΤΡΑΣ παράγονται καὶ τὰ τρασιά, τερσιά, ταρσός, πρβλ. Σανσκρ. tṛṣ, tṛṣ-yâmi ([[sitio]]), tarsh-as (sitis)· Λατ. torr-eo, torr-ens, tos-tus· Γοτθ. thaurs-ja ([[διψάω]] = Ἀγγλ. [[thirst]])· Ἀρχ. Γερμαν. darr-u (torr-o, Ἀγγλ. [[dry]], [[ξηρός]])· - πρβλ. καὶ [[θέρος]], [[θερμός]]). Εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ξηρός]], ξηραίνομαι, [[ἕλκος]] ἐτέρσετο παύσατο δ’ [[αἷμα]], τὸ [[ἕλκος]] ἐστέγνωσε καὶ τὸ [[αἷμα]] ἔπαυσε νὰ ῥέῃ, Ἰλ. Λ. 267, 848· [[οὐδέ]] μοι [[αἷμα]] τερσῆναι δύναται Π. 519 θ?ιλόπεδον τέρσεται ἠελίῳ, ἡ πεδιὰς γίνεται [[κατάξηρος]] ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Ὀδ. Η. 124· εἵματα δ’ ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ Ζ. 98· μετὰ γεν., [[οὐδέ]] ποτ’ [[ὄσσε]] δακρυόφιν τέρσοντο, [[οὐδέποτε]] ἐστέγνωναν τὰ ’μάτια της ἀπὸ τὰ δάκρυα, Ε. 152. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ πρῶτον παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. (ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ τερσαίνω), μέλλ. τέρσει ([[ὥσπερ]] ἐξ ἐνεστ. τέρρω), Θεόκρ. 22. 63· ἀόρ. προστ. τέρσον, ἀπαρ. τέρσαι, Νικ. Θηρ. 96, 693, 709. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον ἐτέρρατο· ἐξηράνθη.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth