Anonymous

ἀναλύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2">*Geom</b>" to "''*Geom''")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναλύω''': Ἐπ. ἀλλύω· ἀνλύω Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 55: μέλλ. ἀναλύσω: (ἴδε λύω διὰ τοὺς σχηματισμοὺς καὶ τὴν προσῳδίαν: ὁ Ὅμ. ἔχει ἀλλύουσα, ἀλλύεσκε [[μετὰ]] ῠ). Λύω, «λύνω», [[διαλύω]], ἐπὶ τοὺ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν, ἀνέλυεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν, ὕφαινεν, Ὀδ. Β. 105· ἀλλύουσαν .. ἀγλαὸν ἱστόν, ἀναλύουσαν, [[αὐτόθι]] Β. 109, κτλ.· ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι [[αὐτόθι]] Ι. 178, κτλ. 2) [[ἀπολύω]], ἀπελευθερῶ, ἐμέ τ’ ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν [[αὐτόθι]] Μ. 200 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλιάδι)· [[ἀπαλλάσσω]], «τὸ ἀναίτιον οὖν [[βρέφος]] ἀναλύοντες τῆς καταδίκης» Αἰλ. Π. Ἱ. 5. 18. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., λύω κατὰ διαφόρους ἐννοίας: 1) «λύνω», [[οὐδέποτε]] ζώνην ἀναλύεται Καλλ. εἰς Δῆλ. 237, κατὰ μέσ. τύπον, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 19, 11. 2) ἀποδίδω εἰς νεκρὸν τὴν χρῆσιν τῶν ὀφθαλμῶν αὑτοῦ καὶ τῆς γλώσσης, ἀνὰ δ’ ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, [[ἔπειτα]] δὲ φωνάν χαλκομίτρα Κάστορος Πινδ. Ν. 10 ἐν τέλ. 3) [[διαλύω]] τὴν ὕλην εἰς τὰ συστατικὰ αὑτῆς ἢ στοιχεῖα, ἐς αὐτὰ [[ταῦτα]] Τίμ. Λοκρ. 102D: [[διαλύω]], [[τήκω]] χιόνια, κττ., Πλούτ. 2. 898Α. β) [[ἀναλύω]] τι εἰς τὰ στοιχεῖα αὑτοῦ, [[ἐξετάζω]], Ψευδο-Φωκυλ. 96: - ἐρευνῶ τι ἀναλυτικῶς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3. 11. 4) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., [[ἀναλύω]] συλλογισμὸν εἰς τὰ στοιχεῖα αὑτοῦ, ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 32, 2, καὶ ἀλλ.: πρβλ. [[ἀνάλυσις]] Ι. 3. 5) ἀκυρῶ, [[διαγράφω]], Δημ. 584. 16, πρβλ. 187. 25, Πλούτ., κτλ., ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ μέσ. τύπον [[ἐξαλείφω]], [[κάμνω]] τι νὰ λησμονηθῇ, ἐπὶ σφαλμάτων, πάντα [[ταῦτα]] Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 18· ἁμαρτίας Δημ. 187. 24. 6) [[καταπαύω]], [[διακόπτω]], θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, καὶ [[ὅταν]] [[ἀναγρία]] ἐμπίπτῃ, ἀναλύειν χρὴ τὰ περὶ [[κυνηγέσιον]] πάντα Ξεν. Κυν. 5. 34. 7) λύω [[πρόβλημα]], κτλ., Πλούτ. 2. 792D, Βυττεμ. [[αὐτόθι]] 133Β. 8) λύω τὴν μαγγανείαν, «ξεμαγεύω», «πεφαρμάκευσ’, ὦ γλυκύτατε, ἀναλυθεὶς [[μόλις]]», «ξεμαγευθείς», Μένανδ. ἐν «Ἥρῳ» 4, πρβλ. Ἀλβέρτ. Ἡσύχ. σ. 330. ΙΙΙ. ἀμετάβ., λύω τὰ πρυμνήσια καλῴδια, αἵρω τὴν ἄγκυραν καὶ ἑπομ. [[ἀποπλέω]], [[ἀπέρχομαι]], Πολύβ. 3. 69. 14, Βαβρ. 42, 8, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 55, κτλ.: - μεταφ., ἐπὶ τοῦ θανάτου, ἐς θεοὺς ἀνέλυσα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 340. 7· [[ὅθεν]] καὶ ἀπολύτως, [[ἀποθνήσκω]] (πρβλ. [[ἀνάλυσις]] ΙΙ.), Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. α΄, 23, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 713. 2) [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 36· ἐξ ᾅδου Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. β΄, 1).
|lstext='''ἀναλύω''': Ἐπ. ἀλλύω· ἀνλύω Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 55: μέλλ. ἀναλύσω: (ἴδε λύω διὰ τοὺς σχηματισμοὺς καὶ τὴν προσῳδίαν: ὁ Ὅμ. ἔχει ἀλλύουσα, ἀλλύεσκε μετὰ ῠ). Λύω, «λύνω», [[διαλύω]], ἐπὶ τοὺ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν, ἀνέλυεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν, ὕφαινεν, Ὀδ. Β. 105· ἀλλύουσαν .. ἀγλαὸν ἱστόν, ἀναλύουσαν, [[αὐτόθι]] Β. 109, κτλ.· ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι [[αὐτόθι]] Ι. 178, κτλ. 2) [[ἀπολύω]], ἀπελευθερῶ, ἐμέ τ’ ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν [[αὐτόθι]] Μ. 200 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλιάδι)· [[ἀπαλλάσσω]], «τὸ ἀναίτιον οὖν [[βρέφος]] ἀναλύοντες τῆς καταδίκης» Αἰλ. Π. Ἱ. 5. 18. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., λύω κατὰ διαφόρους ἐννοίας: 1) «λύνω», [[οὐδέποτε]] ζώνην ἀναλύεται Καλλ. εἰς Δῆλ. 237, κατὰ μέσ. τύπον, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 19, 11. 2) ἀποδίδω εἰς νεκρὸν τὴν χρῆσιν τῶν ὀφθαλμῶν αὑτοῦ καὶ τῆς γλώσσης, ἀνὰ δ’ ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, [[ἔπειτα]] δὲ φωνάν χαλκομίτρα Κάστορος Πινδ. Ν. 10 ἐν τέλ. 3) [[διαλύω]] τὴν ὕλην εἰς τὰ συστατικὰ αὑτῆς ἢ στοιχεῖα, ἐς αὐτὰ [[ταῦτα]] Τίμ. Λοκρ. 102D: [[διαλύω]], [[τήκω]] χιόνια, κττ., Πλούτ. 2. 898Α. β) [[ἀναλύω]] τι εἰς τὰ στοιχεῖα αὑτοῦ, [[ἐξετάζω]], Ψευδο-Φωκυλ. 96: - ἐρευνῶ τι ἀναλυτικῶς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3. 11. 4) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., [[ἀναλύω]] συλλογισμὸν εἰς τὰ στοιχεῖα αὑτοῦ, ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 32, 2, καὶ ἀλλ.: πρβλ. [[ἀνάλυσις]] Ι. 3. 5) ἀκυρῶ, [[διαγράφω]], Δημ. 584. 16, πρβλ. 187. 25, Πλούτ., κτλ., ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ μέσ. τύπον [[ἐξαλείφω]], [[κάμνω]] τι νὰ λησμονηθῇ, ἐπὶ σφαλμάτων, πάντα [[ταῦτα]] Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 18· ἁμαρτίας Δημ. 187. 24. 6) [[καταπαύω]], [[διακόπτω]], θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, καὶ [[ὅταν]] [[ἀναγρία]] ἐμπίπτῃ, ἀναλύειν χρὴ τὰ περὶ [[κυνηγέσιον]] πάντα Ξεν. Κυν. 5. 34. 7) λύω [[πρόβλημα]], κτλ., Πλούτ. 2. 792D, Βυττεμ. [[αὐτόθι]] 133Β. 8) λύω τὴν μαγγανείαν, «ξεμαγεύω», «πεφαρμάκευσ’, ὦ γλυκύτατε, ἀναλυθεὶς [[μόλις]]», «ξεμαγευθείς», Μένανδ. ἐν «Ἥρῳ» 4, πρβλ. Ἀλβέρτ. Ἡσύχ. σ. 330. ΙΙΙ. ἀμετάβ., λύω τὰ πρυμνήσια καλῴδια, αἵρω τὴν ἄγκυραν καὶ ἑπομ. [[ἀποπλέω]], [[ἀπέρχομαι]], Πολύβ. 3. 69. 14, Βαβρ. 42, 8, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 55, κτλ.: - μεταφ., ἐπὶ τοῦ θανάτου, ἐς θεοὺς ἀνέλυσα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 340. 7· [[ὅθεν]] καὶ ἀπολύτως, [[ἀποθνήσκω]] (πρβλ. [[ἀνάλυσις]] ΙΙ.), Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. α΄, 23, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 713. 2) [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 36· ἐξ ᾅδου Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. β΄, 1).
}}
}}
{{bailly
{{bailly