3,251,672
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιέννυμι''': Πλάτ. Πρωτ. 321Α: -ύω Πλούτ.: μέλλ. ἀμφιέσω Ὀδ. Ε. 167, Ἀττ. ἀμφιῶ (ἴδε ἀπ-, προσ-): ἀορ. ἠμφίεσα Ὀδ., Ἀττ.: -Μέσ., Ξεν. Κύρ. 8. 2, 21: μέλλ. -έσομαι ὁ αὐτ. 4. 3, 20, Πλάτ.: ἀόρ. ἠμφιεσάμην Ἐπ., ἀμφιέσαντο Ὅμ.: - Παθ., ἀόρ. μετοχ. ἀμφιεσθεὶς Ἡρωδιαν. 1. 10: πρκμ. ἠμφίεσμαι Ἀριστοφ., κτλ.· ποιητ. μετοχ. [[ἀμφεμμένος]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1035. 25· πρβλ. [[ἀμφιάζω]]. Περιβάλλω, [[ἐνδύω]], ὡς τὸ Λατ. circumdare, ἀμφὶ δὲ καλὰ λέπαδν’ ἕσαν Ἰλ. Τ. 393: ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, ὡς τὸ [[ἀμφιβάλλω]], μ. διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγ., ἐμὲ χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ... ἀμφιέσασα Ὀδ. Ο. 369· καὶ ἐν τμήσει ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν Κ. 542· ἀμφὶ δέ μιν μέγα δέρμα … ἕσσ’ ἐλάφοιο Ν. 436· οὕτω παρ’ Ἀττ., ὡς Ἀριστοφ. Πλ. 936, Πλάτ. Συμπ. 219Β, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 17, Πλάτ., κτλ.: - Παθ., ἠμφιεσμένος τι, περιβεβλημένος τι … φορῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 1172, Θεσμ. 92, Ἐκκλ. 879, κτλ.· τροφαλὶς σκῖρον ἠμφιεσμένη, περιβεβλημένη ῥυπώδη φλοιόν, Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 5. 2) σπανίως | |lstext='''ἀμφιέννυμι''': Πλάτ. Πρωτ. 321Α: -ύω Πλούτ.: μέλλ. ἀμφιέσω Ὀδ. Ε. 167, Ἀττ. ἀμφιῶ (ἴδε ἀπ-, προσ-): ἀορ. ἠμφίεσα Ὀδ., Ἀττ.: -Μέσ., Ξεν. Κύρ. 8. 2, 21: μέλλ. -έσομαι ὁ αὐτ. 4. 3, 20, Πλάτ.: ἀόρ. ἠμφιεσάμην Ἐπ., ἀμφιέσαντο Ὅμ.: - Παθ., ἀόρ. μετοχ. ἀμφιεσθεὶς Ἡρωδιαν. 1. 10: πρκμ. ἠμφίεσμαι Ἀριστοφ., κτλ.· ποιητ. μετοχ. [[ἀμφεμμένος]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1035. 25· πρβλ. [[ἀμφιάζω]]. Περιβάλλω, [[ἐνδύω]], ὡς τὸ Λατ. circumdare, ἀμφὶ δὲ καλὰ λέπαδν’ ἕσαν Ἰλ. Τ. 393: ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, ὡς τὸ [[ἀμφιβάλλω]], μ. διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγ., ἐμὲ χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ... ἀμφιέσασα Ὀδ. Ο. 369· καὶ ἐν τμήσει ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν Κ. 542· ἀμφὶ δέ μιν μέγα δέρμα … ἕσσ’ ἐλάφοιο Ν. 436· οὕτω παρ’ Ἀττ., ὡς Ἀριστοφ. Πλ. 936, Πλάτ. Συμπ. 219Β, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 17, Πλάτ., κτλ.: - Παθ., ἠμφιεσμένος τι, περιβεβλημένος τι … φορῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 1172, Θεσμ. 92, Ἐκκλ. 879, κτλ.· τροφαλὶς σκῖρον ἠμφιεσμένη, περιβεβλημένη ῥυπώδη φλοιόν, Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 5. 2) σπανίως μετὰ δοτ. πράγμ., ἀμφ. τινά τινι, [[ἐνδύω]] τινὰ διά, θριξὶ καὶ δέρμασι Πλάτ. Πρωτ. 321Ε· μεταφ., πονηρὰ χρηστοῖς ἀμφ. λόγοις, [[περικαλύπτω]] ..., Διον. Ἁλ. 6. 16. ΙΙ. Μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, φορῶ, ἀμφιέσαντο χιτῶνας Ὀδ. Ψ. 142· ἀμφὶ δ’ ἄρα ... ἑανὸν ἕσαθ’ Ἰλ. Ξ. 178· ἀμφὶ δ’ ἄρα ... νεφέλην ὤμοισιν ἕσαντο, ἐφόρεσαν, ἔθηκαν περὶ τοὺς ὤμους αὑτῶν νεφέλην, Υ. 150· οὕτω, γυίοις κόνιν ἀμφιέσασθαι Αἰσχύλ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 225· λευκὴν ἀμφιέσασθε κόμην [[αὐτόθι]] 12. 93· ἀρετὴν ἀντὶ ἱματίων ἀμφ. Πλάτ. Πολ. 457Α. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |