Anonymous

ἁβρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁβρός''': -ά, -όν, ποιητ. καὶ, ός, όν: - [[ἐπίχαρις]], [[κομψός]], [[ὡραῖος]], [[εὐειδής]], [[παῖς]], Ἔρως, Ἀνακρ. 16. 64. ἅβραι Χάριτες (μετ’ Αἰολ. τονισμοῦ) Σαπφ. 65. ἰδίως περὶ τοῦ σώματος· [[σῶμα]], ποὺς κτλ. Πίνδ. Ο. 6. 90. Εὐρ., κτλ.: περὶ πραγμάτων = [[λαμπρός]]· [[στέφανος]], [[κῦδος]], [[πλοῦτος]] κτλ. Πίνδ. Ἴσθμ. 8. 144 κτλ. - Λίαν πρωίμως [[ὅμως]] ἡ λέξ. ἔλαβε τὴν σημασίαν τοῦ [[ἁπαλός]], [[μαλακός]], [[λεπτός]], [[λεπτεπίλεπτος]], [[θρυπτικός]], [[χλιδανός]], ὡς τὸ [[τρυφερός]]. Ὅθεν ἁβρὰ παθεῖν = ζῆν χλιδανῶς, ἁπαλῶς. Σόλων 15. 4. Θέογν. 474: καὶ ἀπὸ Ἡροδ. καὶ ἑξῆς (1. 71 καὶ ἐν τῷ ὑπερθετ. -ότατος 4, 104) κατήντησε κοινὸν ἐπίθετον τῶν Ἀσιανῶν: Ἰώνων ἁβρὸς ... [[ὄχλος]]. Ἀντιφ. ἐν «Δωδώνῃ», παρ’ Ἀθην. ΙΒ΄, 526. πρβ. [[σαῦλος]]. - Οἱ ποιηταὶ [[ὅμως]] ἐξηκολούθουν μεταχειριζόμενοι τὴν λέξιν ἐν τῇ καλῇ σημασίᾳ· ἰδίως περὶ γυναικῶν = λεπτή, [[εὐγενής]]· π. χ. Αἰσχύλ. ἀποσπ. 322. Σοφ. Τρ. 523 καὶ περὶ παντὸς τρυφεροῦ ἢ ὡραίου πράγματος. Βαλκ. Καλλ. σ. 223· ἁβρὸν [[ἄθυρμα]], περὶ μικροῦ εὐνοουμένου κυνός. Ἐπιγρ. Ἑλλ. 626· οὐδ. πληθ. ἁβρὰ παρηΐδος = ἁβρὰν παρηΐδα (πρβλ. ἄσημος ΙΙΙ. 1). Εὐρ. Φοίν. 1486· ἐπίρρ. ἁβρῶς, Ἀνακρ. 16. ἁβρῶς καὶ ἁβρὸν βαίνειν = βαδίζειν [[μετὰ]] λεπτότητος. Εὐρ. Μήδ. 830. 1164· [[οὕτως]] οὐδ. πληθ. ἁβρὰ γελᾶν, Ἀνακρ. 44, 3, 45, 5· ἁβροτέρως ἔχειν Ἡλιοδ. 1 17. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[κυρίως]] ποιητική, ἂν καὶ [[οὐδέποτε]] εὑρίσκεται παρὰ τοῖς παλαιοῖς τῶν ἐπικῶν καὶ [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. Ξεν. Συμπ. 4, 44. Πρβ. [[ἅβρα]] ([[ἴσως]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ὡς ἡ ἥβη. Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν ῥίζαν ὡς ἄγνωστον σ. 490)· [ᾰ φύσει βραχύ· ἴδ. Εὐρ. Μήδ. 1064. Τρῳάδ. 820].
|lstext='''ἁβρός''': -ά, -όν, ποιητ. καὶ, ός, όν: - [[ἐπίχαρις]], [[κομψός]], [[ὡραῖος]], [[εὐειδής]], [[παῖς]], Ἔρως, Ἀνακρ. 16. 64. ἅβραι Χάριτες (μετ’ Αἰολ. τονισμοῦ) Σαπφ. 65. ἰδίως περὶ τοῦ σώματος· [[σῶμα]], ποὺς κτλ. Πίνδ. Ο. 6. 90. Εὐρ., κτλ.: περὶ πραγμάτων = [[λαμπρός]]· [[στέφανος]], [[κῦδος]], [[πλοῦτος]] κτλ. Πίνδ. Ἴσθμ. 8. 144 κτλ. - Λίαν πρωίμως [[ὅμως]] ἡ λέξ. ἔλαβε τὴν σημασίαν τοῦ [[ἁπαλός]], [[μαλακός]], [[λεπτός]], [[λεπτεπίλεπτος]], [[θρυπτικός]], [[χλιδανός]], ὡς τὸ [[τρυφερός]]. Ὅθεν ἁβρὰ παθεῖν = ζῆν χλιδανῶς, ἁπαλῶς. Σόλων 15. 4. Θέογν. 474: καὶ ἀπὸ Ἡροδ. καὶ ἑξῆς (1. 71 καὶ ἐν τῷ ὑπερθετ. -ότατος 4, 104) κατήντησε κοινὸν ἐπίθετον τῶν Ἀσιανῶν: Ἰώνων ἁβρὸς ... [[ὄχλος]]. Ἀντιφ. ἐν «Δωδώνῃ», παρ’ Ἀθην. ΙΒ΄, 526. πρβ. [[σαῦλος]]. - Οἱ ποιηταὶ [[ὅμως]] ἐξηκολούθουν μεταχειριζόμενοι τὴν λέξιν ἐν τῇ καλῇ σημασίᾳ· ἰδίως περὶ γυναικῶν = λεπτή, [[εὐγενής]]· π. χ. Αἰσχύλ. ἀποσπ. 322. Σοφ. Τρ. 523 καὶ περὶ παντὸς τρυφεροῦ ἢ ὡραίου πράγματος. Βαλκ. Καλλ. σ. 223· ἁβρὸν [[ἄθυρμα]], περὶ μικροῦ εὐνοουμένου κυνός. Ἐπιγρ. Ἑλλ. 626· οὐδ. πληθ. ἁβρὰ παρηΐδος = ἁβρὰν παρηΐδα (πρβλ. ἄσημος ΙΙΙ. 1). Εὐρ. Φοίν. 1486· ἐπίρρ. ἁβρῶς, Ἀνακρ. 16. ἁβρῶς καὶ ἁβρὸν βαίνειν = βαδίζειν μετὰ λεπτότητος. Εὐρ. Μήδ. 830. 1164· [[οὕτως]] οὐδ. πληθ. ἁβρὰ γελᾶν, Ἀνακρ. 44, 3, 45, 5· ἁβροτέρως ἔχειν Ἡλιοδ. 1 17. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[κυρίως]] ποιητική, ἂν καὶ [[οὐδέποτε]] εὑρίσκεται παρὰ τοῖς παλαιοῖς τῶν ἐπικῶν καὶ [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. Ξεν. Συμπ. 4, 44. Πρβ. [[ἅβρα]] ([[ἴσως]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ὡς ἡ ἥβη. Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν ῥίζαν ὡς ἄγνωστον σ. 490)· [ᾰ φύσει βραχύ· ἴδ. Εὐρ. Μήδ. 1064. Τρῳάδ. 820].
}}
}}
{{bailly
{{bailly