Anonymous

ἄπληστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπληστος''': -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ πληρώσῃ, [[ἀκόρεστος]], ἀχόρταστος, Θέογν. 109, Σοφ. Ἠλ. 1336, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 27, κτλ.· [[πολλάκις]] συγχέεται τῷ [[ἄπλαστος]] (ὅ ἐ. [[ἄπλατος]]), Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννος εἰς Εὐρ. Μήδ. 149· Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 371. 2) [[μετὰ]] γεν., ἄπλ. χρημάτων, αἵματος, [[ἀκόρεστος]] εἰς χρήματα, [[αἷμα]], Ἡρόδ. 1. 187, 212, Πλάτ. Νόμ. 773Ε. κτλ.· κακῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 976. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ήστως, ἀπλήστως ἔχειν Πλάτ. Γοργ. 493C, κ. ἀλλ.· ἀπλ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 4. 1, 14, Ἰσοκρ. 109D, 160Α· [[περί]] τι ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδόσ. §311: ― συγκρ. -οτέρως Βυζ.: ― [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ., αἰάξας ἄπληστα Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· καὶ ἀπληστεὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257.
|lstext='''ἄπληστος''': -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ πληρώσῃ, [[ἀκόρεστος]], ἀχόρταστος, Θέογν. 109, Σοφ. Ἠλ. 1336, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 27, κτλ.· [[πολλάκις]] συγχέεται τῷ [[ἄπλαστος]] (ὅ ἐ. [[ἄπλατος]]), Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννος εἰς Εὐρ. Μήδ. 149· Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 371. 2) μετὰ γεν., ἄπλ. χρημάτων, αἵματος, [[ἀκόρεστος]] εἰς χρήματα, [[αἷμα]], Ἡρόδ. 1. 187, 212, Πλάτ. Νόμ. 773Ε. κτλ.· κακῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 976. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ήστως, ἀπλήστως ἔχειν Πλάτ. Γοργ. 493C, κ. ἀλλ.· ἀπλ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 4. 1, 14, Ἰσοκρ. 109D, 160Α· [[περί]] τι ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδόσ. §311: ― συγκρ. -οτέρως Βυζ.: ― [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ., αἰάξας ἄπληστα Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· καὶ ἀπληστεὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257.
}}
}}
{{bailly
{{bailly