3,277,649
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄμφω''': τώ, τά, τώ, [[ὡσαύτως]] οἱ, αἱ, τά· γεν. ἀμφοῖν Σοφ. Φ. 25, κτλ.· δοτ. ἀμφοῖν ὁ αὐτ. Α. 1264, κτλ.: - καὶ οἱ δύο [[ὁμοῦ]], ἀμφότεροι, οὐ μόνον ἐπὶ ἀτόμων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ δύο στρατῶν ἢ ἐθνῶν, Ἰλ. Α. 364., Β. 124: - Ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται μόνον ὀνομ. καὶ αἰτ. [[ἄμφω]]: - ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]] [[συχνάκις]] συνδυάζεται | |lstext='''ἄμφω''': τώ, τά, τώ, [[ὡσαύτως]] οἱ, αἱ, τά· γεν. ἀμφοῖν Σοφ. Φ. 25, κτλ.· δοτ. ἀμφοῖν ὁ αὐτ. Α. 1264, κτλ.: - καὶ οἱ δύο [[ὁμοῦ]], ἀμφότεροι, οὐ μόνον ἐπὶ ἀτόμων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ δύο στρατῶν ἢ ἐθνῶν, Ἰλ. Α. 364., Β. 124: - Ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται μόνον ὀνομ. καὶ αἰτ. [[ἄμφω]]: - ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]] [[συχνάκις]] συνδυάζεται μετὰ πληθυντικοῦ ὀνόματος ἢ ῥήματος: - ἐξ ἀμφοῖν = ἐξ ἀλλήλοιν, Σοφ. Ο. Κ. 1425. Ἐνίοτε ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἄκλιτος]], ὡς τὸ δύο, Ruhnk Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 15, Θεόκρ. 17. 26. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[ἀμφί]], κτλ.: πρβλ. [[ἀμφότερος]]· Σανσκρ. ubbâu, Λατ. ambo· Γοτθ. bai, bajôps· Παλαιοσκανδιναυ. badir· Παλ. Ὑψ. Γερμ. beidê, (ἀγγλ. both), Σλαυ. oba, κτλ.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |