3,270,629
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπρίξ''': ἐπίρρ. (α εὐφων., [[πρίω]], πρβλ. [[γνύξ]], [[ὀδάξ]], [[ὀκλάξ]], κτλ.: - | |lstext='''ἀπρίξ''': ἐπίρρ. (α εὐφων., [[πρίω]], πρβλ. [[γνύξ]], [[ὀδάξ]], [[ὀκλάξ]], κτλ.: - μετὰ κεκλεισμένων ὀδόντων, Λατ. mordicus· [[ἐντεῦθεν]], στενῶς, σφιγκτά, «[[προσπεφυκότως]], ἰσχυρῶς, σφοδρῶς, ὃ οὐχ οἶόν τε πρῖσαι διὰ τὴν σύμφυσιν» Ἡσύχ.· ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν Σοφ. Αἴ. 310· ἀπρὶξ ἔχεσθαί τινος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 325, Λουκ. Νεκυομ. 5· τοῖν χεροῖν λαβέσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 155Ε· ἔχειν χερσὶ Θεόκρ. 24. 54· δράξασθαι Ἀνθ. Π. 5. 248. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |