3,276,932
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκρήγνυμι''': μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω, [[διατέμνω]], [[κάμνω]] νὰ σπάσῃ, νευρὴν δ’ ἐξέρρηξε νεόστροφον Ἰλ. Ο. 469· | |lstext='''ἐκρήγνυμι''': μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω, [[διατέμνω]], [[κάμνω]] νὰ σπάσῃ, νευρὴν δ’ ἐξέρρηξε νεόστροφον Ἰλ. Ο. 469· μετὰ γεν., [[ὕδωρ]] ἐξέρρηξεν ὁδοῖο, τὸ [[ὕδωρ]] ἐξέκοψε [[μέρος]] τι ἐκ τῆς ὁδοῦ, Ἰλ. Ψ. 421. - Παθ., θραύομαι, διαρρήγνυμαι, ἐπὶ τόξων, εἰ τὸν πάντα χρόνον ἐντεταμένα εἴη, ἐκραγείη ἂν Ἡρόδ. 2. 173· ἐπὶ ἐνδυμάτων, σχίζομαι, ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτύχας Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β. ΙΙ. μετὰ συστοίχου αἰτιατ., «ξεσπάνω», [[κάμνω]] νὰ «ξεσπάσῃ», [[νεφέλη]] ὄμβρον ἐκρήξει Πλουτ. Φάβ. 12· εὐθὺς ἐξέρρηξε τὴν ὀργὴν Λουκ. περὶ Διαβολ. 23. - Παθ., ἐπὶ φύματος, σπῶ, ἀνοίγω, Ἡρόδ. 3. 133. πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1252· ἐξορμῶ, [[ἔνθεν]] ἐκραγήσονται ποταμοὶ πυρὸς Αἰσχύλ. Πρ. 367· ἐπὶ ἔριδος, ἐς [[μέσον]] ἐξερράγη, ἐξερράγη ἐν τῷ φανερῷ, Ἡρόδ. 8. 74· ἐπὶ προσώπων, «ξεσπῶ» [[ἐναντίον]] τινός, οὐ βουλόμενος ἐκραγῆναι ἐς αὐτὸν ὁ αὐτ. 6. 129. ΙΙΙ. [[ἐνίοτε]] καὶ ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., οὔ ποτ’ ἐκρήξει [[μάχη]] Σοφ. Αἴ. 775· ἐκρήξας … [[ἄνεμος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 14. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |