Anonymous

ἀρραβών: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρρᾰβών''': -ῶνος, ὁ, χρηματικὴ προκαταβολὴ προκαταβαλλομένη ὑπὸ τοῦ ἀγοραστοῦ, κοιν. «καπάρον», Λατ. arrhabo arrha, «ἡ ἐν ταῖς ὠναῖς παρὰ τῶν ὠνουμένων διδομένη πρώτη καταβολὴ [[ὑπὲρ]] ἀσφαλείας» (Σουΐδ), ἀρραβῶνα δοῦναί τινος Ἰσαῖος 71. 20, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 1. 4, 5· κατὰ πληθ. χρηματικαὶ καταθέσεις ἀπαιτούμεναι παρὰ τῶν [[μετὰ]] τοῦ δημοσίου συμβαλλομένων, καὶ εὐθὺς [[ἐνέγκαι]] εἰς τὴν ἐκκλησίαν [[χρυσοῦς]] πεντακοσίους εἰς τοὺς ἀρραβῶνας Ψήφισμ. Ὀλβιοπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 2) [[καθόλου]], [[ἐγγύη]], [[ἀσφάλεια]], [[ἡμεῖς]] δ’ ἔχοντες ἀρραβῶνα τὴν τέχνην τοῦ ζῆν ἀεὶ πεινῶμεν Ἀντιφάνης ἐν «Κναφεῖ» 1, 6· τοῦ δυστυχεῖν... ἀρρ. ἔχειν Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 148· [[ἐνέχυρον]], Ἑβδ. (Γεν. λη΄, 17, 18), Ἐπιστ. π. Ἐφ. α΄, 14. 3) = [[μνηστεία]] Βαλσαμ. ἐν Νομοκάν. 13. 3, [[προσέτι]] = τῇ λέξει [[μνῆστρον]]· «[[μνῆστρον]], ὁ τοῦ γαμβροῦ ἀρραβὼν» Λεόντ. Νεαρ. 172. - Ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλ. ὑπάρχει ἰδία τελετὴ ἀρραβῶνος, «[[ἀκολουθία]] ἐπὶ μνήστροις, [[ἤτοι]] τοῦ ἀρραβῶνος» Εὐχολόγ. σ. 238. (Λέξις καθαρῶς Σημιτική, πιθ. Φοινικική, Ἑβραϊστί: èrâvôn, ἣν οἱ Ἑβδομ. μετέφρασαν ἀρραβὼν ἐν Γεν. ἔνθ. ἀνωτ.: ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἀπαντᾷ [[τρίς]], ἴδε Γεσένιον).
|lstext='''ἀρρᾰβών''': -ῶνος, ὁ, χρηματικὴ προκαταβολὴ προκαταβαλλομένη ὑπὸ τοῦ ἀγοραστοῦ, κοιν. «καπάρον», Λατ. arrhabo arrha, «ἡ ἐν ταῖς ὠναῖς παρὰ τῶν ὠνουμένων διδομένη πρώτη καταβολὴ [[ὑπὲρ]] ἀσφαλείας» (Σουΐδ), ἀρραβῶνα δοῦναί τινος Ἰσαῖος 71. 20, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 1. 4, 5· κατὰ πληθ. χρηματικαὶ καταθέσεις ἀπαιτούμεναι παρὰ τῶν μετὰ τοῦ δημοσίου συμβαλλομένων, καὶ εὐθὺς [[ἐνέγκαι]] εἰς τὴν ἐκκλησίαν [[χρυσοῦς]] πεντακοσίους εἰς τοὺς ἀρραβῶνας Ψήφισμ. Ὀλβιοπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 2) [[καθόλου]], [[ἐγγύη]], [[ἀσφάλεια]], [[ἡμεῖς]] δ’ ἔχοντες ἀρραβῶνα τὴν τέχνην τοῦ ζῆν ἀεὶ πεινῶμεν Ἀντιφάνης ἐν «Κναφεῖ» 1, 6· τοῦ δυστυχεῖν... ἀρρ. ἔχειν Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 148· [[ἐνέχυρον]], Ἑβδ. (Γεν. λη΄, 17, 18), Ἐπιστ. π. Ἐφ. α΄, 14. 3) = [[μνηστεία]] Βαλσαμ. ἐν Νομοκάν. 13. 3, [[προσέτι]] = τῇ λέξει [[μνῆστρον]]· «[[μνῆστρον]], ὁ τοῦ γαμβροῦ ἀρραβὼν» Λεόντ. Νεαρ. 172. - Ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλ. ὑπάρχει ἰδία τελετὴ ἀρραβῶνος, «[[ἀκολουθία]] ἐπὶ μνήστροις, [[ἤτοι]] τοῦ ἀρραβῶνος» Εὐχολόγ. σ. 238. (Λέξις καθαρῶς Σημιτική, πιθ. Φοινικική, Ἑβραϊστί: èrâvôn, ἣν οἱ Ἑβδομ. μετέφρασαν ἀρραβὼν ἐν Γεν. ἔνθ. ἀνωτ.: ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἀπαντᾷ [[τρίς]], ἴδε Γεσένιον).
}}
}}
{{bailly
{{bailly