3,274,919
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄωρος''': (Α), ον, (ὥρα) ὁ παρὰ τὴν ὥραν, [[ἄκαιρος]], [[ἄωρος]], [[χειμών]], τύχαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 496, Εὐμ. 956· θάνατοι Εὐρ. Ὀρ. 1030· τελευτὴ Ἀντιφῶν 121. 4· [[ἄωρος]] θανεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 168, πρβλ. [[ἄνωρος]]· οἱ ἄωροι, οἱ ἀώρως ἀποθνήσκοντες, Ἀπολλόδ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 1· ἐν ἐπιταφίοις, ὤλετ’ [[ἄωρος]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 12, κ. ἀλλ.· ― | |lstext='''ἄωρος''': (Α), ον, (ὥρα) ὁ παρὰ τὴν ὥραν, [[ἄκαιρος]], [[ἄωρος]], [[χειμών]], τύχαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 496, Εὐμ. 956· θάνατοι Εὐρ. Ὀρ. 1030· τελευτὴ Ἀντιφῶν 121. 4· [[ἄωρος]] θανεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 168, πρβλ. [[ἄνωρος]]· οἱ ἄωροι, οἱ ἀώρως ἀποθνήσκοντες, Ἀπολλόδ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 1· ἐν ἐπιταφίοις, ὤλετ’ [[ἄωρος]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 12, κ. ἀλλ.· ― μετὰ γεν., [[γήρως]] ἀωρότερα πράττειν, πράγματα μὴ ἁρμόζοντα εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν, Πλουτ. Σύλλ. 2. 2) ἐπὶ καρποῦ, ὁ μὴ [[ὥριμος]], κοινῶς «[[ἄγουρος]]» Διοσκ. 1. 180· ἐπὶ ἰχθύος, ὁ μὴ εἰς τὸν καιρόν του, ἀντίθετον τῷ [[ὥριμος]], Νικόμαχ. ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 21· ― μεταφ., [[ἄωρος]] πρὸς γάμον, ὁ μὴ ἐν ὥρᾳ γάμου, Πλουτ. Λυκ. 15. 3) ὁ μὴ ἐν ἀκμῇ τῆς νεότητος, οὐκ [[ἀτρύφερος]] οὐδ’ ἄωρός ἐστ’ [[ἀνήρ]], ἀντίθετον τῷ [[ὡραῖος]], Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 4, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 14, Πλάτ. Πολ. 574C: ― Ἐπίρρ. ἀώρως Πλούτ. 2. 119F. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |