Anonymous

ἐλασσόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλασσόω''': Ἀττ. -ττόω: ἀόρ. ἠλάττωσα, Λυσ. 130. 31, Πολύβ.: πρκμ. ἠλάττωκα, Διον. Ἁλ., κλ.: - Παθ., μέλλ. -ωθήσομαι, Θουκ. 5. 34, Δημ. 536. 5, ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἡρόδ. 6. 11, Θουκ. 5. 104, 105: ἀόρ. ἠλασσώθην, -ττώθην ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 140. 11: πρκμ. ἠλάττωμαι Πολύβ. Κάμνω τι μικρότερον, ἐλαττώνω, σμικρύνω, [[καταβιβάζω]] τὴν πόλιν Λυσ. 130. 31, Ἰσοκρ. 162 C· [[μετὰ]] γεν., ἀφαιρῶ ἀπό τινος, μὴ προστιθέναι τιμήν, ἀλλὰ μὴ ἐλασσοῦν τῆς ὑπαρχούσης Θουκ. 3. 42. ΙΙ. Παθ. 1) ἀπολ., [[γίνομαι]] μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, ζημιώνομαι, εἶμαι εἰς χειροτέραν κατάστασιν, ὑποβιβάζομαι, Θουκ. 2. 62., 4. 59., 5 34, 43˙ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] ὀλιγώτερον παρ’ ὅσον δικαιοῦμαι νὰ [[λάβω]], παραχωρῶ τὰ δικαιώματά μου, ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 1287. 16˙ δὲν ἐκπληρῶ τὰς υποσχέσεις μου, φέρομαι οὐχὶ εἰλικρινῶς, Ἰσοκρ. 12 D· - ἐν κόσμῳ ἠλαττωμένῳ, ἐν ἀτελεῖ καταστάσει, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 19. 2) [[μετὰ]] δοτ. πράγ., ὑπολείπομαι, νικῶμαι, καταβάλλομαι εἴς τι [[πρᾶγμα]], τῷ πολέμῳ Θουκ. 1. 115Ϗ ἀποδείκνυμαι [[κατώτερος]], τῇ ἐμπειρίᾳ ὁ αὐτ. 5. 72˙ πολλαῖς ναυσὶ Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 15˙ πᾶσι τούτοις [[αὐτόθι]] 6. 2. 28˙ ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι, ἐπὶ μονοφθάλμου ἀνθρώπου, Πολύβ. 17. 4. 3. 3) [[μετὰ]] γεν. προσώπου, εὑρίσκομαι εἰς χειροτέραν ἢ δυσκολωτέραν θέσιν [[παρά]] τινα ἄλλον, πολλὰ μὲν οὖν ἔγωγ’ ἐλαττοῦμαι κατὰ τουνονὶ τὸν ἀγῶνα Αἰσχίνου Δημ. 226. 13˙ ἐλαττοῦσθαὶ τινός τινι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121Β πρβλ. Γοργ. 459 C. Ἴδε [[ἡσσάομαι]].
|lstext='''ἐλασσόω''': Ἀττ. -ττόω: ἀόρ. ἠλάττωσα, Λυσ. 130. 31, Πολύβ.: πρκμ. ἠλάττωκα, Διον. Ἁλ., κλ.: - Παθ., μέλλ. -ωθήσομαι, Θουκ. 5. 34, Δημ. 536. 5, ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἡρόδ. 6. 11, Θουκ. 5. 104, 105: ἀόρ. ἠλασσώθην, -ττώθην ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 140. 11: πρκμ. ἠλάττωμαι Πολύβ. Κάμνω τι μικρότερον, ἐλαττώνω, σμικρύνω, [[καταβιβάζω]] τὴν πόλιν Λυσ. 130. 31, Ἰσοκρ. 162 C· μετὰ γεν., ἀφαιρῶ ἀπό τινος, μὴ προστιθέναι τιμήν, ἀλλὰ μὴ ἐλασσοῦν τῆς ὑπαρχούσης Θουκ. 3. 42. ΙΙ. Παθ. 1) ἀπολ., [[γίνομαι]] μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, ζημιώνομαι, εἶμαι εἰς χειροτέραν κατάστασιν, ὑποβιβάζομαι, Θουκ. 2. 62., 4. 59., 5 34, 43˙ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] ὀλιγώτερον παρ’ ὅσον δικαιοῦμαι νὰ [[λάβω]], παραχωρῶ τὰ δικαιώματά μου, ὁ αὐτ. 1. 77, Δημ. 1287. 16˙ δὲν ἐκπληρῶ τὰς υποσχέσεις μου, φέρομαι οὐχὶ εἰλικρινῶς, Ἰσοκρ. 12 D· - ἐν κόσμῳ ἠλαττωμένῳ, ἐν ἀτελεῖ καταστάσει, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 19. 2) μετὰ δοτ. πράγ., ὑπολείπομαι, νικῶμαι, καταβάλλομαι εἴς τι [[πρᾶγμα]], τῷ πολέμῳ Θουκ. 1. 115Ϗ ἀποδείκνυμαι [[κατώτερος]], τῇ ἐμπειρίᾳ ὁ αὐτ. 5. 72˙ πολλαῖς ναυσὶ Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 15˙ πᾶσι τούτοις [[αὐτόθι]] 6. 2. 28˙ ἠλαττωμένος τοῖς ὄμμασι, ἐπὶ μονοφθάλμου ἀνθρώπου, Πολύβ. 17. 4. 3. 3) μετὰ γεν. προσώπου, εὑρίσκομαι εἰς χειροτέραν ἢ δυσκολωτέραν θέσιν [[παρά]] τινα ἄλλον, πολλὰ μὲν οὖν ἔγωγ’ ἐλαττοῦμαι κατὰ τουνονὶ τὸν ἀγῶνα Αἰσχίνου Δημ. 226. 13˙ ἐλαττοῦσθαὶ τινός τινι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121Β πρβλ. Γοργ. 459 C. Ἴδε [[ἡσσάομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly