Anonymous

ἄπαγε: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπαγε''': [[κυρίως]] προστ. τοῦ [[ἀπάγω]], ἀλλὰ συνήθως λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς ὑπονοουμένου τοῦ σεαυτόν, [[ὅπερ]] καὶ τίθεται [[ἐνίοτε]], [[ἄπαγε]] σεαυτὸν ἐκποδῶν, «ξεκουμπίσου ἀπ’ ἐδῶ», Ἀριστοφ. Βάτρ. 853, [[ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών]], «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», «κρεμνίσου ἀπ’ ἐδῶ», ἄπαγ’ ἀπό τῆς ὀσφύος, [[μακράν]], [[κάτω]] τὰ χέρια ὁ αὐτ. Εἰρ. 1053· ἀπολ., Λουκ. Προμ. 7. Ἔρωτ. 38. κτλ.· σπανίως [[μετὰ]] μετοχῆς, [[ἄπαγε]] τὰ [[πάρος]] εὐτυχήματ’ αὐδῶν Εὐρ. Φοίν. 1733· ἢ μετά γεν. ἄπ. τοῦ νόμου Συνέσ. 161Β. Τὸ πληθ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾶ παρὰ Δίωνι Κ. 38, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἄπαγε]]· παῦσαι, ἀναχώρει».
|lstext='''ἄπαγε''': [[κυρίως]] προστ. τοῦ [[ἀπάγω]], ἀλλὰ συνήθως λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς ὑπονοουμένου τοῦ σεαυτόν, [[ὅπερ]] καὶ τίθεται [[ἐνίοτε]], [[ἄπαγε]] σεαυτὸν ἐκποδῶν, «ξεκουμπίσου ἀπ’ ἐδῶ», Ἀριστοφ. Βάτρ. 853, [[ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών]], «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», «κρεμνίσου ἀπ’ ἐδῶ», ἄπαγ’ ἀπό τῆς ὀσφύος, [[μακράν]], [[κάτω]] τὰ χέρια ὁ αὐτ. Εἰρ. 1053· ἀπολ., Λουκ. Προμ. 7. Ἔρωτ. 38. κτλ.· σπανίως μετὰ μετοχῆς, [[ἄπαγε]] τὰ [[πάρος]] εὐτυχήματ’ αὐδῶν Εὐρ. Φοίν. 1733· ἢ μετά γεν. ἄπ. τοῦ νόμου Συνέσ. 161Β. Τὸ πληθ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾶ παρὰ Δίωνι Κ. 38, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἄπαγε]]· παῦσαι, ἀναχώρει».
}}
}}
{{bailly
{{bailly