Anonymous

ἐκκλέπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκλέπτω''': [[κλέπτω]] καὶ [[ἀπάγω]] κρυφίως, [[Ἑρμῆς]] ἐξέκλεψεν Ἄρηα Ἰλ. Ε. 390· [[οὕτως]] Ἡρόδ. 2. 115, Αἰσχύλ. Ἀγ. 662, Εὐμ. 153, κτλ.· τοὺς ὁμήρους ἐκκλ. ἐκ Λήμνου, δι. γραφ., Θουκ. 1. 115, πρβλ. Διοδ. 12. 27· ἐκ δόμων [[πόδα]] Εὐρ. Ὀρ. 1499· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., τήνδε... ἐκκλέψαι χθονὸς ὁ αὐτ. Ἑλ. 741· ἐκκλ. φόνου ὁ αὐτ. 286· [[ὡσαύτως]], ἐκκλ. μὴ θανεῖν [[αὐτόθι]] 540· ἐκκλ. τι τοῦ λόγου, ἀφαιρεῖν τι λαθραίως ἐκ τῆς διηγήσεως, Πλάτ. Πολ. 449C. ΙΙ. ἐκκλ. τινὰ λόγοις, ἐξαπατῶν, Σοφ. Φ. 55, πρβλ. 968· μὴ... ἐκκλέψῃς λόγον, μὴ ψευδῶς παραστήσῃς τὸ [[πρᾶγμα]], μὴ εἴπῃς [[ψεῦδος]], ὁ αὐτ. Τρ. 437.
|lstext='''ἐκκλέπτω''': [[κλέπτω]] καὶ [[ἀπάγω]] κρυφίως, [[Ἑρμῆς]] ἐξέκλεψεν Ἄρηα Ἰλ. Ε. 390· [[οὕτως]] Ἡρόδ. 2. 115, Αἰσχύλ. Ἀγ. 662, Εὐμ. 153, κτλ.· τοὺς ὁμήρους ἐκκλ. ἐκ Λήμνου, δι. γραφ., Θουκ. 1. 115, πρβλ. Διοδ. 12. 27· ἐκ δόμων [[πόδα]] Εὐρ. Ὀρ. 1499· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., τήνδε... ἐκκλέψαι χθονὸς ὁ αὐτ. Ἑλ. 741· ἐκκλ. φόνου ὁ αὐτ. 286· [[ὡσαύτως]], ἐκκλ. μὴ θανεῖν [[αὐτόθι]] 540· ἐκκλ. τι τοῦ λόγου, ἀφαιρεῖν τι λαθραίως ἐκ τῆς διηγήσεως, Πλάτ. Πολ. 449C. ΙΙ. ἐκκλ. τινὰ λόγοις, ἐξαπατῶν, Σοφ. Φ. 55, πρβλ. 968· μὴ... ἐκκλέψῃς λόγον, μὴ ψευδῶς παραστήσῃς τὸ [[πρᾶγμα]], μὴ εἴπῃς [[ψεῦδος]], ὁ αὐτ. Τρ. 437.
}}
}}
{{bailly
{{bailly