Anonymous

ψεύδω: Difference between revisions

From LSJ
12 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "γ" to "γ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψεύδω''': μέλλ. ψεύσω, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 628, Ξεν.· ἀόρ. ἔψευσα, Τραγ., Ἀριστοφ., Πολύβ. ― Παθ., μέλλ. ψευσθήσομαι Σοφ. Τραχ. 712, Γαλην· ἀόρ. ἐψεύσθην Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. ἔψευσμαι ἴδε κατωτ., προστ. ἐψεύσθω, Αἰσχίνης 23. 19. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ΨΥΔ ἢ ΨΥΘ, πρβλ. ψυδρός, ψυδνός, ψύδραξ, ψύθος, ψυθών, ἡ δὲ πρώτη [[σημασία]] ἦν [[ἴσως]] ἡ τοῦ [[ψιθυρίζω]], πρβλ. [[ψυθίζω]], [[ψιθυρίζω]], [[ψίθος]]). Διὰ ψευδολογιῶν ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, τινα Σοφ. Οἰδ. Κολ. 628, κλτ.· ― Παθ., ἐξαπατῶ, Αἰσχύλ. Χο. 759, κλπ.· εἰ μὴ ἔψευσμαι, ἐκτὸς ἂν εἶμαι ἠπατημένος, Ἀντιφῶν 121. 14· ἂν λάβῃς μ’ ἐψευσμένον Σοφ. Οἰδ. Τυρ. 462. 2) ψ. τινά τινος, [[διαψεύδω]] τινὸς τὰς ἐλπίδας, ἔψευσας φρενῶν Πέρσας, «ψευσθῆναι ἐποίησας τῶν φρενῶν τοὺς Πέρσας καὶ ἀποτυχεῖν ὧν ἤλπιζον» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 472· ἔψευσάς με ἐλπίδος Σοφ. Αἴ. 1382· Ἀριστοφ. Θεσμ. 870· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ψ. τινὰ ἐλπίδος Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 5, 13, πρβλ. Ἀν. 1. 3, 10, Εὐρ. Ἀποσπ. 652, Elms. εἰς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 385· [[ὡσαύτως]], ἐλπὶς ψεύδει τινὰ Εὐρ. Ἑκ. 1032. ― Παθ., ψευσθῆναι ἐλπίδος, γάμου Ἡρόδ. 1. 141., 5. 47· ἐνάρων Σοφ. Αἴ. 178· δείπνου Ἀριστοφ. Νεφ. 618· ὥρας Ἀνδοκ. 6. 12· ψευσθέντες τῶν σκοπῶν, ὡς πρὸς τὴν ἐλπίδα νὰ λάβωσι καλὰς ἀγγελίας παρὰ τῶν σκοπῶν, Θουκ. 8. 103. 3) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], ἀπατῶμαι, πλανῶμαι ἔν τινι πράγματι, ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], ἐψευσμένοι γνώμης, ἀπατηθέντες ἐν τῇ κρίσει των, σχηματίσαντες ἐσφαλμένην γνώμην, Ἡρόδ. 8. 40, πρβλ. Σοφ. Τραχ. 712· ([[ὡσαύτως]], ψευσθῆναι γνώμῃ Ἡρόδ. 7. 9, 3)· ἐψευσμένοι τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως, εὑρεθέντες ἠπατημένοι ἐν τῇ γνώμῃ αὐτῶν περὶ τῆς δυνάμεως τῶν Ἀθηναίων, Θουκ. 4. 108· τούτου οὐκ ἐψεύσθην Πλάτ. Ἀπολ. 22D· ἐψεῦσθαι τῆς ἀληθείας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 413Α· ἐψευσμένοι τῶν ὄντων ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 195Α· ἐψεῦσθαι ἑαυτῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰδέναι ἑαυτοὺς, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 26· ― [[ὡσαύτως]], ψευσθῆναι ἔν τινι Ἡρόδ. 9. 48· [[περί]] τινος Ξεν. Ἀν. 2. 6, 28, [[Πλάτων]] Πρωτ. 358C· [[ὡσαύτως]], μετ’ αἰτ., τοῦτο ἐψεύσθη , Ξεν. Ἀν. 1. 8, 11, κλπ.· αὐτοὺς [ὁπλίτας] ἐψευσμένη ἡ [[Ἑλλάς]], ἀπατηθεῖσα ἐν τῇ ἐκτιμήσει αὐτῶν, Θουκ. 6. 17· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., εὐτυχέστατον [[ψεῦσμα]] ἐψευσμένος, εὐτυχέστατα ἀπατηθεὶς ἢ ἠπατημένος, Πλάτ. Μένων 71D. 4) ἐπὶ πληροφοριῶν ἢ ἰσχυρισμῶν, εἶμαι ψευδής, ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν [[μάλιστα]] ἔψευσται, ὁ [[τρίτος]] τῆς ἐξηγήσεως [[τρόπος]] [[εἶναι]] ψευδέστατος, Ἡρόδ. 2. 22· πρβλ. Valck εἰς 7. 139. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ὡς τὸ [[ψευδοποιέω]], [[παριστάνω]] τι ὡς ψευδές, [[διαψεύδω]], ψεύδονται οὐδὲν [[σῆμα]] τῶν προκειμένων Σοφ. Ο. Κ. 1512· ψεύδει ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην, ἡ δευτέρα [[σκέψις]] διαψεύδει τὴν πρώτην, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 389· ― Παθ., ἡ ψευσθεῖσα [[ὑπόσχεσις]], ἡ μὴ φυλαχθεῖσα, Θουκ. 3. 66· πάντα πρὸς ὑμᾶς ἔψευσται, ψευδῶς ἀνηγγέλθησαν, Δημ. 1242. 18· ― παρ’ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 346, ἡ κοινῶς φερομένη γραφὴ [[εἶναι]] ἀλλὰ ψεύσεται, θὰ ῥηθῇ ψευδῶς πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ μέλλοντος τούτου ἐπὶ παθ. σημασίας καὶ πρὸς διόρθωσιν τοῦ μέτρου προὐτάθη εἰς διόρθωσιν ἐψεύσεται, ἀλλὰ πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 240Ε. Β. ἀρχαιότερον καὶ συνηθέστερον [[εἶναι]] τὸ ἀποθ. [[ψεύδομαι]] προστ. ψεύδεο Ἰλ. Δ. 404· ([[μάλιστα]] τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] σπανιώτατον ἐν πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ)· ― μέλλ. ψεύσομαι Ὅμ., Πίνδ., Ἀττ., ἀόρ. ἐψευσάμην, ἴδε κατωτ.· ἐψεύσθην φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σοφ. Φιλ. 1342· ― πρκμ. ἔψευσμαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 461, Ξεν. Ι. ἀπολ., [[λέγω]] ψεύδη, ὁμιλῶ ψεύματα, ψευδολογῶ, φέρομαι ἀπατηλῶς, ψεύσομαι ἢ ἔτυμον [[ἐρέω]]; Ἰλ. Κ. 534, Ὀδ. Δ. 140· οὐκ [[οἶδα]] ψεύδεσθαι Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 369· οὐ ψεύσομαι ἀμφὶ Κορίνθῳ Πινδ. Ο. 13. 72. [[περί]] τινος Πλάτ. Πρωτ. 347Α· κατά τινος, ἐντίθετον τῷ λέγειν τἀληθῆ κατά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 284Α· ψ. [[πρός]] τινα Ξεν. Ἀν. 1. 3, 5· ψ. τινι καὶ εἴς τινα Καιν. Διαθ. 2) μετ’ ἀπαρ., [[λέγω]] ψευδῶς, προσποιοῦμαι ἢ [[προφασίζομαι]] ὅτι ..., Πλούτ. 2. 506Ε. 3) οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λέγω]] [[πρᾶγμα]] τὸ ὁποῖον δὲν [[εἶναι]] ἀληθές, [[εἴτε]] ἑκουσίως [[εἴτε]] ἀκουσίως, τοῦτό γ’ οὐκ ἐψεύσατο Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 445· οὐδὲν ... ψεύδεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 561· ἐάν τι μὴ ἀληθὲς [[λέγω]] …, εἰπὲ ὅτι τοῦτο [[ψεύδομαι]]· ἑκὼν γὰρ [[εἶναι]] οὐδὲν ψεύσομαι Πλάτ. Συμπ. 215C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 19· περὶ ὧν ἔψευσται διδάσκειν ὑμᾶς Λυσίας 98. 19· [[ἅπερ]] αὐτὸν οὐ [[ψεύδομαι]], δὲν ὁμιλῶ ψευδῶς περὶ [[αὐτοῦ]], Ἀνδοκ. 16. 19· κατά τινος Λυσίας 164. 41. 4) εἶμαι [[ψεύστης]] ἢ [[ἄπιστος]], εἶμαι [[ἐπίορκος]] ἢ [[ψευδομάρτυς]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281. ΙΙ. ὡς τὸ ἐνεργ. ΙΙ, [[παραβαίνω]], ἀθετῶ, ὅρκια πιστὰ ψευσάμενοι, παραβάντες, ἀθετήσαντες, Ἰλ. Η. 352· οὕτω ψ. συνθήκας Ξεν. Ἀγησ. Ι, 12· γάμους Εὐρ. Βάκχ. 31, 245· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. ὑπερσ., ἔψευστο τὴν ξυμμαχίαν Θουκ. 5. 83· οὕτω καί, οὐκ ἐψεύσαντο τὰς ἀπειλάς, δὲν διέψευσαν, δηλ. ἐξεπλήρωσαν τὰς ἀπειλάς των, Ἡρόδ. 6. 32· τὰ χρήματα ... ἐψευσμένοι ἦσαν, παρέβησαν τὸν λόγον των περὶ τῶν χρ., Ξεν. Ἀν. 5. 6, 35. ΙΙΙ. ὡς τὸ ἐνεργ. Ι, ἐξαπατῶ, διὰ τοῦ ψεύδους ἀπατῶ, Λοξίαν ἐψευσάμην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1208, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 808, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 25· [[ὡσαύτως]], ψ. τινά τι, ἀπατῶ τινα ἔν τινι, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1145, Εὐρ. Ἄλκ. 808, Ἀνδοκ. 16. 19· τῶν ἔργων ὧν τὸν ἐκδόντα ψεύσηται (ὧν ἐτέθη καθ’ ἕλξιν ἀντὶ ἃ) Πλάτ. Νόμ. 921Α. IV. ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων ἢ συλλογισμῶν, εἶμαι [[ψευδὴς]] ἢ [[πλημμελής]], Ἀριστ. περὶ Ἑρμην. 2, 4· ὁ [[ψευδόμενος]] ([[μετὰ]] τοῦ [[λόγος]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), περίφημόν τι [[σόφισμα]], τὸ Λατ. mentiens, ἐπινοηθὲν ὑπὸ Εὐβουλίδου μαθητοῦ Εὐκλείδου τοῦ Μεγαρέως, Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λαερτ. 2. 108, πρβλ. 7. 197, Κικ. Acad. 4. 29, Cell. 18. 2· ὁ σοφιστικὸς [[λόγος]] [[ψευδόμενος]] παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθ. Νικ. 7. 2, 7, δυσκόλως δύναται νὰ ἀναφέρηται εἰς τὸ ἰδιαίτερον τοῦτο [[σόφισμα]].
|lstext='''ψεύδω''': μέλλ. ψεύσω, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 628, Ξεν.· ἀόρ. ἔψευσα, Τραγ., Ἀριστοφ., Πολύβ. ― Παθ., μέλλ. ψευσθήσομαι Σοφ. Τραχ. 712, Γαλην· ἀόρ. ἐψεύσθην Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. ἔψευσμαι ἴδε κατωτ., προστ. ἐψεύσθω, Αἰσχίνης 23. 19. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ΨΥΔ ἢ ΨΥΘ, πρβλ. ψυδρός, ψυδνός, ψύδραξ, ψύθος, ψυθών, ἡ δὲ πρώτη [[σημασία]] ἦν [[ἴσως]] ἡ τοῦ [[ψιθυρίζω]], πρβλ. [[ψυθίζω]], [[ψιθυρίζω]], [[ψίθος]]). Διὰ ψευδολογιῶν ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, τινα Σοφ. Οἰδ. Κολ. 628, κλτ.· ― Παθ., ἐξαπατῶ, Αἰσχύλ. Χο. 759, κλπ.· εἰ μὴ ἔψευσμαι, ἐκτὸς ἂν εἶμαι ἠπατημένος, Ἀντιφῶν 121. 14· ἂν λάβῃς μ’ ἐψευσμένον Σοφ. Οἰδ. Τυρ. 462. 2) ψ. τινά τινος, [[διαψεύδω]] τινὸς τὰς ἐλπίδας, ἔψευσας φρενῶν Πέρσας, «ψευσθῆναι ἐποίησας τῶν φρενῶν τοὺς Πέρσας καὶ ἀποτυχεῖν ὧν ἤλπιζον» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 472· ἔψευσάς με ἐλπίδος Σοφ. Αἴ. 1382· Ἀριστοφ. Θεσμ. 870· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. πράγμ., ψ. τινὰ ἐλπίδος Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 5, 13, πρβλ. Ἀν. 1. 3, 10, Εὐρ. Ἀποσπ. 652, Elms. εἰς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 385· [[ὡσαύτως]], ἐλπὶς ψεύδει τινὰ Εὐρ. Ἑκ. 1032. ― Παθ., ψευσθῆναι ἐλπίδος, γάμου Ἡρόδ. 1. 141., 5. 47· ἐνάρων Σοφ. Αἴ. 178· δείπνου Ἀριστοφ. Νεφ. 618· ὥρας Ἀνδοκ. 6. 12· ψευσθέντες τῶν σκοπῶν, ὡς πρὸς τὴν ἐλπίδα νὰ λάβωσι καλὰς ἀγγελίας παρὰ τῶν σκοπῶν, Θουκ. 8. 103. 3) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], ἀπατῶμαι, πλανῶμαι ἔν τινι πράγματι, ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], ἐψευσμένοι γνώμης, ἀπατηθέντες ἐν τῇ κρίσει των, σχηματίσαντες ἐσφαλμένην γνώμην, Ἡρόδ. 8. 40, πρβλ. Σοφ. Τραχ. 712· ([[ὡσαύτως]], ψευσθῆναι γνώμῃ Ἡρόδ. 7. 9, 3)· ἐψευσμένοι τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως, εὑρεθέντες ἠπατημένοι ἐν τῇ γνώμῃ αὐτῶν περὶ τῆς δυνάμεως τῶν Ἀθηναίων, Θουκ. 4. 108· τούτου οὐκ ἐψεύσθην Πλάτ. Ἀπολ. 22D· ἐψεῦσθαι τῆς ἀληθείας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 413Α· ἐψευσμένοι τῶν ὄντων ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 195Α· ἐψεῦσθαι ἑαυτῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰδέναι ἑαυτοὺς, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 26· ― [[ὡσαύτως]], ψευσθῆναι ἔν τινι Ἡρόδ. 9. 48· [[περί]] τινος Ξεν. Ἀν. 2. 6, 28, [[Πλάτων]] Πρωτ. 358C· [[ὡσαύτως]], μετ’ αἰτ., τοῦτο ἐψεύσθη , Ξεν. Ἀν. 1. 8, 11, κλπ.· αὐτοὺς [ὁπλίτας] ἐψευσμένη ἡ [[Ἑλλάς]], ἀπατηθεῖσα ἐν τῇ ἐκτιμήσει αὐτῶν, Θουκ. 6. 17· μετὰ συστοίχου αἰτ., εὐτυχέστατον [[ψεῦσμα]] ἐψευσμένος, εὐτυχέστατα ἀπατηθεὶς ἢ ἠπατημένος, Πλάτ. Μένων 71D. 4) ἐπὶ πληροφοριῶν ἢ ἰσχυρισμῶν, εἶμαι ψευδής, ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν [[μάλιστα]] ἔψευσται, ὁ [[τρίτος]] τῆς ἐξηγήσεως [[τρόπος]] [[εἶναι]] ψευδέστατος, Ἡρόδ. 2. 22· πρβλ. Valck εἰς 7. 139. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ὡς τὸ [[ψευδοποιέω]], [[παριστάνω]] τι ὡς ψευδές, [[διαψεύδω]], ψεύδονται οὐδὲν [[σῆμα]] τῶν προκειμένων Σοφ. Ο. Κ. 1512· ψεύδει ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην, ἡ δευτέρα [[σκέψις]] διαψεύδει τὴν πρώτην, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 389· ― Παθ., ἡ ψευσθεῖσα [[ὑπόσχεσις]], ἡ μὴ φυλαχθεῖσα, Θουκ. 3. 66· πάντα πρὸς ὑμᾶς ἔψευσται, ψευδῶς ἀνηγγέλθησαν, Δημ. 1242. 18· ― παρ’ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 346, ἡ κοινῶς φερομένη γραφὴ [[εἶναι]] ἀλλὰ ψεύσεται, θὰ ῥηθῇ ψευδῶς πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ μέλλοντος τούτου ἐπὶ παθ. σημασίας καὶ πρὸς διόρθωσιν τοῦ μέτρου προὐτάθη εἰς διόρθωσιν ἐψεύσεται, ἀλλὰ πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 240Ε. Β. ἀρχαιότερον καὶ συνηθέστερον [[εἶναι]] τὸ ἀποθ. [[ψεύδομαι]] προστ. ψεύδεο Ἰλ. Δ. 404· ([[μάλιστα]] τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] σπανιώτατον ἐν πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ)· ― μέλλ. ψεύσομαι Ὅμ., Πίνδ., Ἀττ., ἀόρ. ἐψευσάμην, ἴδε κατωτ.· ἐψεύσθην φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σοφ. Φιλ. 1342· ― πρκμ. ἔψευσμαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 461, Ξεν. Ι. ἀπολ., [[λέγω]] ψεύδη, ὁμιλῶ ψεύματα, ψευδολογῶ, φέρομαι ἀπατηλῶς, ψεύσομαι ἢ ἔτυμον [[ἐρέω]]; Ἰλ. Κ. 534, Ὀδ. Δ. 140· οὐκ [[οἶδα]] ψεύδεσθαι Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 369· οὐ ψεύσομαι ἀμφὶ Κορίνθῳ Πινδ. Ο. 13. 72. [[περί]] τινος Πλάτ. Πρωτ. 347Α· κατά τινος, ἐντίθετον τῷ λέγειν τἀληθῆ κατά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 284Α· ψ. [[πρός]] τινα Ξεν. Ἀν. 1. 3, 5· ψ. τινι καὶ εἴς τινα Καιν. Διαθ. 2) μετ’ ἀπαρ., [[λέγω]] ψευδῶς, προσποιοῦμαι ἢ [[προφασίζομαι]] ὅτι ..., Πλούτ. 2. 506Ε. 3) οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λέγω]] [[πρᾶγμα]] τὸ ὁποῖον δὲν [[εἶναι]] ἀληθές, [[εἴτε]] ἑκουσίως [[εἴτε]] ἀκουσίως, τοῦτό γ’ οὐκ ἐψεύσατο Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 445· οὐδὲν ... ψεύδεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 561· ἐάν τι μὴ ἀληθὲς [[λέγω]] …, εἰπὲ ὅτι τοῦτο [[ψεύδομαι]]· ἑκὼν γὰρ [[εἶναι]] οὐδὲν ψεύσομαι Πλάτ. Συμπ. 215C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 19· περὶ ὧν ἔψευσται διδάσκειν ὑμᾶς Λυσίας 98. 19· [[ἅπερ]] αὐτὸν οὐ [[ψεύδομαι]], δὲν ὁμιλῶ ψευδῶς περὶ [[αὐτοῦ]], Ἀνδοκ. 16. 19· κατά τινος Λυσίας 164. 41. 4) εἶμαι [[ψεύστης]] ἢ [[ἄπιστος]], εἶμαι [[ἐπίορκος]] ἢ [[ψευδομάρτυς]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281. ΙΙ. ὡς τὸ ἐνεργ. ΙΙ, [[παραβαίνω]], ἀθετῶ, ὅρκια πιστὰ ψευσάμενοι, παραβάντες, ἀθετήσαντες, Ἰλ. Η. 352· οὕτω ψ. συνθήκας Ξεν. Ἀγησ. Ι, 12· γάμους Εὐρ. Βάκχ. 31, 245· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. ὑπερσ., ἔψευστο τὴν ξυμμαχίαν Θουκ. 5. 83· οὕτω καί, οὐκ ἐψεύσαντο τὰς ἀπειλάς, δὲν διέψευσαν, δηλ. ἐξεπλήρωσαν τὰς ἀπειλάς των, Ἡρόδ. 6. 32· τὰ χρήματα ... ἐψευσμένοι ἦσαν, παρέβησαν τὸν λόγον των περὶ τῶν χρ., Ξεν. Ἀν. 5. 6, 35. ΙΙΙ. ὡς τὸ ἐνεργ. Ι, ἐξαπατῶ, διὰ τοῦ ψεύδους ἀπατῶ, Λοξίαν ἐψευσάμην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1208, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 808, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 25· [[ὡσαύτως]], ψ. τινά τι, ἀπατῶ τινα ἔν τινι, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1145, Εὐρ. Ἄλκ. 808, Ἀνδοκ. 16. 19· τῶν ἔργων ὧν τὸν ἐκδόντα ψεύσηται (ὧν ἐτέθη καθ’ ἕλξιν ἀντὶ ἃ) Πλάτ. Νόμ. 921Α. IV. ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων ἢ συλλογισμῶν, εἶμαι [[ψευδὴς]] ἢ [[πλημμελής]], Ἀριστ. περὶ Ἑρμην. 2, 4· ὁ [[ψευδόμενος]] (μετὰ τοῦ [[λόγος]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), περίφημόν τι [[σόφισμα]], τὸ Λατ. mentiens, ἐπινοηθὲν ὑπὸ Εὐβουλίδου μαθητοῦ Εὐκλείδου τοῦ Μεγαρέως, Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λαερτ. 2. 108, πρβλ. 7. 197, Κικ. Acad. 4. 29, Cell. 18. 2· ὁ σοφιστικὸς [[λόγος]] [[ψευδόμενος]] παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθ. Νικ. 7. 2, 7, δυσκόλως δύναται νὰ ἀναφέρηται εἰς τὸ ἰδιαίτερον τοῦτο [[σόφισμα]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly