Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίδοξος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίδοξος''': -ον, ([[δόξα]]) ἐπὶ προσώπων, ὃν προσδοκᾷ τις νὰ πράξῃ τι, ἢ ὁ πιθανῶς μέλλων νὰ [[εἶναι]] [[τοιοῦτος]] ἢ [[τοιοῦτος]], μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. Ἀγμ. 766· ἐπ. γενέσθαι ἐπιεικεῖς, οἵτινες [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι θὰ ἀποδειχθῶσι καλοὶ ἄνθρωποι, Πλάτ. Θεαίτ. 143D· πολλοὶ ἐπίδοξοι τωὐτὸ τοῦτο πείσεσθαι, πιθανὸν πολλοὶ νὰ πάθωσι τὸ αὐτὸ τοῦτο [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 6. 12· ἐπ. ὢν πάσχειν, [[προσδόκιμος]], Ἀντιφῶν 115. 22, πρβλ. 120. 13· αὐτὸς δ’ [[ἐπίδοξος]] ὢν τυχεῖν τῆς [[τιμῆς]] ταύτης, ἐγὼ προσδοκῶν νὰ τύχω τῆς [[τιμῆς]] ταύτης, Ἰσοκρ. 117Ε· ἐπ. γενήσεσθαι πονηρὸς Ἰσοκρ. 397D· ἐπιδοξοτέρου ὄντος (ἐξυπ. αἱρεθῆναι) Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 32· [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] μετοχ. μέλλ., ἐπ. ἦσαν ἐμβαλοῦντες Πλουτ. Ἆγις 13. 2) ἐπὶ πραγμάτων, πιθανόν, μετ’ ἀπαρ., ἐπ. γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 89· πρὸς οὓς ἐπ. ἐστι πολεμεῖν Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9:- ἀπολ., ὅσα... κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνει, προσδόκιμα, ἃ ἠδύνατο νὰ περιμένῃ τις, Ἡρόδ. 4. 11.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίδοξα· προσδοκώμενα»· «[[ἐπίδοξος]]· [[προσδόκιμος]]». ΙΙ. ἐπὶ φήμης, [[ἐπίσημος]], [[ἔνδοξος]], Πίνδ. Ν. 9. 110, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς π.χ. Διοδ. 13. 83, Πλούτ. 2. 239D, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 132 κἑξ.:- [[οὕτως]] ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Α΄ Ἔσδρ. Θ΄, 45).
|lstext='''ἐπίδοξος''': -ον, ([[δόξα]]) ἐπὶ προσώπων, ὃν προσδοκᾷ τις νὰ πράξῃ τι, ἢ ὁ πιθανῶς μέλλων νὰ [[εἶναι]] [[τοιοῦτος]] ἢ [[τοιοῦτος]], μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. Ἀγμ. 766· ἐπ. γενέσθαι ἐπιεικεῖς, οἵτινες [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι θὰ ἀποδειχθῶσι καλοὶ ἄνθρωποι, Πλάτ. Θεαίτ. 143D· πολλοὶ ἐπίδοξοι τωὐτὸ τοῦτο πείσεσθαι, πιθανὸν πολλοὶ νὰ πάθωσι τὸ αὐτὸ τοῦτο [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 6. 12· ἐπ. ὢν πάσχειν, [[προσδόκιμος]], Ἀντιφῶν 115. 22, πρβλ. 120. 13· αὐτὸς δ’ [[ἐπίδοξος]] ὢν τυχεῖν τῆς [[τιμῆς]] ταύτης, ἐγὼ προσδοκῶν νὰ τύχω τῆς [[τιμῆς]] ταύτης, Ἰσοκρ. 117Ε· ἐπ. γενήσεσθαι πονηρὸς Ἰσοκρ. 397D· ἐπιδοξοτέρου ὄντος (ἐξυπ. αἱρεθῆναι) Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 32· [[ἐνίοτε]] μετὰ μετοχ. μέλλ., ἐπ. ἦσαν ἐμβαλοῦντες Πλουτ. Ἆγις 13. 2) ἐπὶ πραγμάτων, πιθανόν, μετ’ ἀπαρ., ἐπ. γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 89· πρὸς οὓς ἐπ. ἐστι πολεμεῖν Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9:- ἀπολ., ὅσα... κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνει, προσδόκιμα, ἃ ἠδύνατο νὰ περιμένῃ τις, Ἡρόδ. 4. 11.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίδοξα· προσδοκώμενα»· «[[ἐπίδοξος]]· [[προσδόκιμος]]». ΙΙ. ἐπὶ φήμης, [[ἐπίσημος]], [[ἔνδοξος]], Πίνδ. Ν. 9. 110, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς π.χ. Διοδ. 13. 83, Πλούτ. 2. 239D, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 132 κἑξ.:- [[οὕτως]] ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Α΄ Ἔσδρ. Θ΄, 45).
}}
}}
{{bailly
{{bailly